Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (2.6.16-2.6.29)
[2.6.16] Πρόξενος δὲ ὁ Βοιώτιος εὐθὺς μὲν μειράκιον ὢν ἐπεθύμει γενέσθαι ἀνὴρ τὰ μεγάλα πράττειν ἱκανός· καὶ διὰ ταύτην τὴν ἐπιθυμίαν ἔδωκε Γοργίᾳ ἀργύριον τῷ Λεοντίνῳ. [2.6.17] ἐπεὶ δὲ συνεγένετο ἐκείνῳ, ἱκανὸς νομίσας ἤδη εἶναι καὶ ἄρχειν καὶ φίλος ὢν τοῖς πρώτοις μὴ ἡττᾶσθαι εὐεργετῶν, ἦλθεν εἰς ταύτας τὰς σὺν Κύρῳ πράξεις· καὶ ᾤετο κτήσεσθαι ἐκ τούτων ὄνομα μέγα καὶ δύναμιν μεγάλην καὶ χρήματα πολλά· [2.6.18] τοσούτων δ᾽ ἐπιθυμῶν σφόδρα ἔνδηλον αὖ καὶ τοῦτο εἶχεν, ὅτι τούτων οὐδὲν ἂν θέλοι κτᾶσθαι μετὰ ἀδικίας, ἀλλὰ σὺν τῷ δικαίῳ καὶ καλῷ ᾤετο δεῖν τούτων τυγχάνειν, ἄνευ δὲ τούτων μή. [2.6.19] ἄρχειν δὲ καλῶν μὲν καὶ ἀγαθῶν δυνατὸς ἦν· οὐ μέντοι οὔτ᾽ αἰδῶ τοῖς στρατιώταις ἑαυτοῦ οὔτε φόβον ἱκανὸς ἐμποιῆσαι, ἀλλὰ καὶ ᾐσχύνετο μᾶλλον τοὺς στρατιώτας ἢ οἱ ἀρχόμενοι ἐκεῖνον· καὶ φοβούμενος μᾶλλον ἦν φανερὸς τὸ ἀπεχθάνεσθαι τοῖς στρατιώταις ἢ οἱ στρατιῶται τὸ ἀπιστεῖν ἐκείνῳ. [2.6.20] ᾤετο δὲ ἀρκεῖν πρὸς τὸ ἀρχικὸν εἶναι καὶ δοκεῖν τὸν μὲν καλῶς ποιοῦντα ἐπαινεῖν, τὸν δὲ ἀδικοῦντα μὴ ἐπαινεῖν. τοιγαροῦν αὐτῷ οἱ μὲν καλοί τε καὶ ἀγαθοὶ τῶν συνόντων εὖνοι ἦσαν, οἱ δὲ ἄδικοι ἐπεβούλευον ὡς εὐμεταχειρίστῳ ὄντι. ὅτε δὲ ἀπέθνῃσκεν ἦν ἐτῶν ὡς τριάκοντα. |
[2.6.16] Ο Πρόξενος ο Βοιωτός, από την εποχή που ήταν νεαρός, λαχταρούσε να γίνει άντρας, ικανός να ασχολείται με σοβαρά ζητήματα. Για να πραγματοποιήσει τη λαχτάρα του αυτή έδωσε χρήματα στο Γοργία το Λεοντίνο. [2.6.17] Όταν έμεινε κοντά του κι άκουσε μαθήματα, πίστεψε πως ήταν πια ικανός και να αρχηγεύει και να μη φαίνεται στις ευεργεσίες κατώτερος από τους επίσημους, που τους είχε φίλους. Έτσι ανακατώθηκε στις επιχειρήσεις του Κύρου, νομίζοντας πως απ᾽ αυτές θα γίνει ξακουστός και θ᾽ αποχτήσει μεγάλη δύναμη και πολλά χρήματα. [2.6.18] Παρόλο όμως που επιθυμούσε υπερβολικά τόσο μεγάλα πράγματα, έδειχνε καθαρά και τούτο, ότι δηλαδή τίποτε απ᾽ αυτά δεν ήθελε να αποχτήσει με αδικίες. Ενόμιζε πως έπρεπε να τα πετύχει με δικαιοσύνη και τιμιότητα, αλλιώτικα δεν τα ήθελε. [2.6.19] Είχε ακόμα την ικανότητα να διοικεί καλούς και φρόνιμους ανθρώπους. Δεν μπορούσε όμως να κάνει τους στρατιώτες του να του έχουν ούτε σεβασμό ούτε φόβο. Αντίθετα, περισσότερο ντρεπόταν αυτός τους στρατιώτες, απ᾽ όσο ντρέπονταν εκείνον όσοι ήταν στην εξουσία του. Και ήταν φανερό πως είχε περισσότερο φόβο μήπως τον μισήσουν οι στρατιώτες, από όσο φοβόνταν οι στρατιώτες να μην υπακούσουν στις διαταγές του. [2.6.20] Είχε τη γνώμη πως για να είναι και να φαίνεται ικανός αρχηγός, ήταν αρκετό να επαινεί όσους έκαναν καλές πράξεις, όχι όμως εκείνους που έκαναν κακό. Γι᾽ αυτό οι καλοί και φρόνιμοι από τους ανθρώπους του τον αγαπούσαν, ενώ οι άδικοι τον επιβουλεύονταν, γιατί τον έβρισκαν του χεριού τους. Όταν πέθανε ήταν τριάντα χρονών. |