Τέλος ο Δίας βρήκε τη λύση —κούρασε όμως το μυαλό του— και είπε: «Μου φαίνεται ότι έχω τον τρόπο, ώστε να τα ᾽χουμε και τα δυο, και να υπάρχουν οι άνθρωποι και να σταματήσουν τα αθεόφοβα καμώματά τους: να χάσουν [190d] την μεγάλη δύναμη που έχουν. Δηλαδή τώρα, είπε, θα κόψω τον καθένα τους στα δυο κι έτσι θα γίνουν και λιγότερο δυνατοί, αλλά και πιο χρήσιμοι για μας, αφού θα είναι περισσότεροι· θα βαδίζουν όρθιοι, πάνω σε δυο πόδια. Αν όμως και πάλι δείχνονται αθεόφοβοι και δε θελήσουν να μας αφήσουν να κλείσουμε μάτι, είπε, θα τους κόψω στα δυο κι άλλη μια φορά, έτσι που να βαδίζουν πάνω σ᾽ ένα πόδι, σα να παίζουν κουτσό». Μ᾽ αυτά τα λόγια πήρε κι έκοβε τους ανθρώπους στα δυο, νά, όπως κάνουν εκείνοι [190e] που σχίζουν τα σούρβα για να τα ξεράνουν, ή εκείνοι που σχίζουν στα δυο τ᾽ αυγά με αλογότριχα. Καθέναν που έκοβε, παράγγελνε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο προς την αντίθετη μεριά, και τον λαιμό —τον μισό πια— προς το μέρος που έγινε το σκίσιμο, για να βλέπει ο άνθρωπος το πάθημά του κι έτσι να μάθει να φέρεται πιο προσεχτικά· κατόπι του παράγγειλε να σουλουπώσει και τ᾽ άλλα αχνάρια της εγχείρισης. Με τη σειρά του ο Απόλλων και στο πρόσωπο έδινε αντίθετη κατεύθυνση και τραβούσε το δέρμα απ᾽ όλες τις μεριές προς το μέρος που σήμερα το λέμε κοιλιά —ολόιδια όπως κάνουμε στα πουγκιά με τις σούφρες— δένοντας γερά τις άκριες γύρω από ένα μοναδικό κόμπο, στη μέση της κοιλιάς, αυτόν δα που τον λέμε αφαλό. Και τις περισσότερες ζάρες [191a] που έμεναν τις εξαφάνιζε ισιώνοντάς τες· ακόμα συμμάζευε τα στήθια χρησιμοποιώντας ένα όργανο όμοιο μ᾽ αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιάζουν τις ζάρες του δέρματος γύρω απ᾽ το καλοπόδι· απ᾽ αυτές άφησε κάνα δυο, εκεί γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να μας θυμίζουν την παλιά δοκιμασία μας. Που λες, από την ώρα που η ανθρώπινη φύση σχίστηκε σε δυο κομμάτια, το καθένα απ᾽ αυτά ποθώντας το άλλο — τον μισό εαυτό του— έτρεχε να το συναντήσει· και τύλιγαν τα χέρια τους το ένα γύρω στο άλλο και σφιχταγκαλιάζονταν λαχταρώντας να γίνουν ένα, κι έτσι πέθαιναν από την πείνα και [191b] γενικά από την απραξία, αφού δεν έστρεγαν να καταπιαστούν με τίποτε, όσο ήταν χωρισμένα το ᾽να από το άλλο. Και κάθε φορά που το ένα τους πέθαινε και έμενε στη ζωή το άλλο μισό, αυτό που έμενε άρχιζε να ψάχνει κάποιο άλλο· κι όταν συναντούσε είτε το μισό από ένα ολόκληρο θηλυκό — αυτό δηλαδή που τώρα το λέμε γυναίκα— είτε το μισό από ένα ολόκληρο αρσενικό, το σφιχταγκάλιαζε· το αποτέλεσμα ήταν να πεθαίνουν με τον τρόπο που είπα. Ο Δίας τότε τους σπλαχνίστηκε και σοφίζεται άλλο τέχνασμα: παίρνει τα γεννητικά τους όργανα από την πρώτη τους θέση και τα φέρνει μπροστά (γιατί στην προηγούμενη κατάσταση και αυτά τα είχαν οι άνθρωποι από την έξω μεριά και πιάναν γκάστρι [191c] και γεννούσαν όχι με το σμίξιμό τους, αλλά στο χώμα, όπως τα τζιτζίκια)· που λες, τους άλλαξε τη θέση και τα έφερε μπροστά, έτσι που να πιάνεται στην κοιλιά το έμβρυο περνώντας από το αρσενικό στο θηλυκό. Ο Δίας τα ᾽κανε αυτά ώστε από τη μια, αν άντρας συναντούσε γυναίκα, με το σφιχταγκάλιασμα να γεννοβολήσουν και να μη χαθεί η ράτσα, από την άλλη, αν αρσενικός συναντούσε αρσενικό, να τους ερχόταν μπούκωμα από το αγκάλιασμα, να σταματούσαν για κάποιαν ώρα, να γύριζαν στις δουλειές τους και να καταπιάνονταν με τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής. Έτσι ρίζωσε [191d] ο έρωτας στον άνθρωπο από τη μακρινή εκείνη εποχή και μ᾽ αυτόν ξαναβρίσκει την ενότητά της η πρώτη μας φύση· κι αυτός κάνει ό,τι μπορεί, για να σχηματίσει από τα δύο ένα και να φέρει τη γιατρειά στην ανθρώπινη φύση. Από τα παραπάνω βγαίνει ότι ο καθένας μας είναι το μισό απ᾽ ολόκληρο άνθρωπο, αφού είναι κομμένος όπως η γλώσσα (το ψάρι) — το ένα από τα δυο κομμάτια της πρώτης του φύσης· γι᾽ αυτό δεν κουράζεται ποτέ ο κάθε άνθρωπος ν᾽ αποζητά το άλλο μισό του. Κι έτσι όσοι άντρες είναι κομμάτι από το σύνθετο πλάσμα, που είπαμε ότι τότε το ονόμαζαν αρσενικοθήλυκο, είναι οι γυναικάδες και οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς που πατούν το στεφάνι τους προέρχονται απ᾽ αυτή τη ράτσα· επίσης [191e] κι οι γυναίκες: όσες είναι ερωτιάρες και μοιχαλίδες, από το ίδιο γένος προέρχονται. Όμως οι γυναίκες που είναι το μισό από ολόκληρη γυναίκα, αυτές ούτε γυρίζουν να δουν άντρα —κάθε άλλο!— αλλά περισσότερο τις τραβούν οι γυναίκες, κι οι λεσβιάζουσες ανήκουν σ᾽ αυτή τη ράτσα. Τέλος όσοι είναι το μισό από ολόκληρον άντρα, κυνηγούν τους αρσενικούς, και στην αρχή, όσο είναι παιδιά, καθώς είναι κομμάτι από αρσενικόν, αγαπάνε τους άντρες και χαίρονται να πλαγιάζουν μαζί και [192a] να βρίσκονται στην αγκαλιά αντρών, και αυτά είναι τα πιο προκομμένα αγόρια και παλικαράκια, αφού από τη φύση τους είναι εξαιρετικά αντρειωμένα.
|