Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (190c-192a)


Μόγις δὴ ὁ Ζεὺς ἐννοήσας λέγει ὅτι «Δοκῶ μοι,» ἔφη, «ἔχειν μηχανήν, ὡς ἂν εἶέν τε ἅνθρωποι καὶ παύσαιντο τῆς ἀκολασίας ἀσθενέστεροι [190d] γενόμενοι. νῦν μὲν γὰρ αὐτούς, ἔφη, διατεμῶ δίχα ἕκαστον, καὶ ἅμα μὲν ἀσθενέστεροι ἔσονται, ἅμα δὲ χρησιμώτεροι ἡμῖν διὰ τὸ πλείους τὸν ἀριθμὸν γεγονέναι· καὶ βαδιοῦνται ὀρθοὶ ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν. ἐὰν δ᾽ ἔτι δοκῶσιν ἀσελγαίνειν καὶ μὴ ᾽θέλωσιν ἡσυχίαν ἄγειν, πάλιν αὖ, ἔφη, τεμῶ δίχα, ὥστ᾽ ἐφ᾽ ἑνὸς πορεύσονται σκέλους ἀσκωλιάζοντες.» ταῦτα εἰπὼν ἔτεμνε τοὺς ἀνθρώπους δίχα, ὥσπερ οἱ τὰ ὄα [190e] τέμνοντες καὶ μέλλοντες ταριχεύειν, ἢ ὥσπερ οἱ τὰ ᾠὰ ταῖς θριξίν· ὅντινα δὲ τέμοι, τὸν Ἀπόλλω ἐκέλευεν τό τε πρόσωπον μεταστρέφειν καὶ τὸ τοῦ αὐχένος ἥμισυ πρὸς τὴν τομήν, ἵνα θεώμενος τὴν αὑτοῦ τμῆσιν κοσμιώτερος εἴη ὁ ἄνθρωπος, καὶ τἆλλα ἰᾶσθαι ἐκέλευεν. ὁ δὲ τό τε πρόσωπον μετέστρεφε, καὶ συνέλκων πανταχόθεν τὸ δέρμα ἐπὶ τὴν γαστέρα νῦν καλουμένην, ὥσπερ τὰ σύσπαστα βαλλάντια, ἓν στόμα ποιῶν ἀπέδει κατὰ μέσην τὴν γαστέρα, ὃ δὴ τὸν ὀμφαλὸν καλοῦσι. καὶ τὰς μὲν ἄλλας ῥυτίδας [191a] τὰς πολλὰς ἐξελέαινε καὶ τὰ στήθη διήρθρου, ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον οἷον οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλάποδα λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας· ὀλίγας δὲ κατέλιπε, τὰς περὶ αὐτὴν τὴν γαστέρα καὶ τὸν ὀμφαλόν, μνημεῖον εἶναι τοῦ παλαιοῦ πάθους.
Ἐπειδὴ οὖν ἡ φύσις δίχα ἐτμήθη, ποθοῦν ἕκαστον τὸ ἥμισυ τὸ αὑτοῦ συνῄει, καὶ περιβάλλοντες τὰς χεῖρας καὶ συμπλεκόμενοι ἀλλήλοις, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι, ἀπέθνῃσκον ὑπὸ λιμοῦ καὶ τῆς [191b] ἄλλης ἀργίας διὰ τὸ μηδὲν ἐθέλειν χωρὶς ἀλλήλων ποιεῖν. καὶ ὁπότε τι ἀποθάνοι τῶν ἡμίσεων, τὸ δὲ λειφθείη, τὸ λειφθὲν ἄλλο ἐζήτει καὶ συνεπλέκετο, εἴτε γυναικὸς τῆς ὅλης ἐντύχοι ἡμίσει —ὃ δὴ νῦν γυναῖκα καλοῦμεν— εἴτε ἀνδρός· καὶ οὕτως ἀπώλλυντο. ἐλεήσας δὲ ὁ Ζεὺς ἄλλην μηχανὴν πορίζεται, καὶ μετατίθησιν αὐτῶν τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν —τέως γὰρ καὶ ταῦτα ἐκτὸς εἶχον, καὶ ἐγέννων [191c] καὶ ἔτικτον οὐκ εἰς ἀλλήλους ἀλλ᾽ εἰς γῆν, ὥσπερ οἱ τέττιγες— μετέθηκέ τε οὖν οὕτω αὐτῶν εἰς τὸ πρόσθεν καὶ διὰ τούτων τὴν γένεσιν ἐν ἀλλήλοις ἐποίησεν, διὰ τοῦ ἄρρενος ἐν τῷ θήλει, τῶνδε ἕνεκα, ἵνα ἐν τῇ συμπλοκῇ ἅμα μὲν εἰ ἀνὴρ γυναικὶ ἐντύχοι, γεννῷεν καὶ γίγνοιτο τὸ γένος, ἅμα δ᾽ εἰ καὶ ἄρρην ἄρρενι, πλησμονὴ γοῦν γίγνοιτο τῆς συνουσίας καὶ διαπαύοιντο καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα τρέποιντο καὶ τοῦ ἄλλου βίου ἐπιμελοῖντο.
Ἔστι δὴ οὖν ἐκ τόσου [191d] ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεὺς καὶ ἐπιχειρῶν ποιῆσαι ἓν ἐκ δυοῖν καὶ ἰάσασθαι τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην. ἕκαστος οὖν ἡμῶν ἐστιν ἀνθρώπου σύμβολον, ἅτε τετμημένος ὥσπερ αἱ ψῆτται, ἐξ ἑνὸς δύο· ζητεῖ δὴ ἀεὶ τὸ αὑτοῦ ἕκαστος σύμβολον. ὅσοι μὲν οὖν τῶν ἀνδρῶν τοῦ κοινοῦ τμῆμά εἰσιν, ὃ δὴ τότε ἀνδρόγυνον ἐκαλεῖτο, φιλογύναικές τέ εἰσι καὶ οἱ πολλοὶ τῶν μοιχῶν ἐκ τούτου τοῦ γένους γεγόνασιν, καὶ [191e] ὅσαι αὖ γυναῖκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι ἐκ τούτου τοῦ γένους γίγνονται. ὅσαι δὲ τῶν γυναικῶν γυναικὸς τμῆμά εἰσιν, οὐ πάνυ αὗται τοῖς ἀνδράσι τὸν νοῦν προσέχουσιν, ἀλλὰ μᾶλλον πρὸς τὰς γυναῖκας τετραμμέναι εἰσί, καὶ αἱ ἑταιρίστριαι ἐκ τούτου τοῦ γένους γίγνονται. ὅσοι δὲ ἄρρενος τμῆμά εἰσι, τὰ ἄρρενα διώκουσι, καὶ τέως μὲν ἂν παῖδες ὦσιν, ἅτε τεμάχια ὄντα τοῦ ἄρρενος, φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας καὶ χαίρουσι συγκατακείμενοι καὶ [192a] συμπεπλεγμένοι τοῖς ἀνδράσι, καί εἰσιν οὗτοι βέλτιστοι τῶν παίδων καὶ μειρακίων, ἅτε ἀνδρειότατοι ὄντες φύσει.


Τέλος ο Δίας βρήκε τη λύση —κούρασε όμως το μυαλό του— και είπε: «Μου φαίνεται ότι έχω τον τρόπο, ώστε να τα ᾽χουμε και τα δυο, και να υπάρχουν οι άνθρωποι και να σταματήσουν τα αθεόφοβα καμώματά τους: να χάσουν [190d] την μεγάλη δύναμη που έχουν. Δηλαδή τώρα, είπε, θα κόψω τον καθένα τους στα δυο κι έτσι θα γίνουν και λιγότερο δυνατοί, αλλά και πιο χρήσιμοι για μας, αφού θα είναι περισσότεροι· θα βαδίζουν όρθιοι, πάνω σε δυο πόδια. Αν όμως και πάλι δείχνονται αθεόφοβοι και δε θελήσουν να μας αφήσουν να κλείσουμε μάτι, είπε, θα τους κόψω στα δυο κι άλλη μια φορά, έτσι που να βαδίζουν πάνω σ᾽ ένα πόδι, σα να παίζουν κουτσό». Μ᾽ αυτά τα λόγια πήρε κι έκοβε τους ανθρώπους στα δυο, νά, όπως κάνουν εκείνοι [190e] που σχίζουν τα σούρβα για να τα ξεράνουν, ή εκείνοι που σχίζουν στα δυο τ᾽ αυγά με αλογότριχα. Καθέναν που έκοβε, παράγγελνε τον Απόλλωνα να του γυρίζει το πρόσωπο προς την αντίθετη μεριά, και τον λαιμό —τον μισό πια— προς το μέρος που έγινε το σκίσιμο, για να βλέπει ο άνθρωπος το πάθημά του κι έτσι να μάθει να φέρεται πιο προσεχτικά· κατόπι του παράγγειλε να σουλουπώσει και τ᾽ άλλα αχνάρια της εγχείρισης. Με τη σειρά του ο Απόλλων και στο πρόσωπο έδινε αντίθετη κατεύθυνση και τραβούσε το δέρμα απ᾽ όλες τις μεριές προς το μέρος που σήμερα το λέμε κοιλιά —ολόιδια όπως κάνουμε στα πουγκιά με τις σούφρες— δένοντας γερά τις άκριες γύρω από ένα μοναδικό κόμπο, στη μέση της κοιλιάς, αυτόν δα που τον λέμε αφαλό. Και τις περισσότερες ζάρες [191a] που έμεναν τις εξαφάνιζε ισιώνοντάς τες· ακόμα συμμάζευε τα στήθια χρησιμοποιώντας ένα όργανο όμοιο μ᾽ αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιάζουν τις ζάρες του δέρματος γύρω απ᾽ το καλοπόδι· απ᾽ αυτές άφησε κάνα δυο, εκεί γύρω από την κοιλιά και τον αφαλό, για να μας θυμίζουν την παλιά δοκιμασία μας.
Που λες, από την ώρα που η ανθρώπινη φύση σχίστηκε σε δυο κομμάτια, το καθένα απ᾽ αυτά ποθώντας το άλλο — τον μισό εαυτό του— έτρεχε να το συναντήσει· και τύλιγαν τα χέρια τους το ένα γύρω στο άλλο και σφιχταγκαλιάζονταν λαχταρώντας να γίνουν ένα, κι έτσι πέθαιναν από την πείνα και [191b] γενικά από την απραξία, αφού δεν έστρεγαν να καταπιαστούν με τίποτε, όσο ήταν χωρισμένα το ᾽να από το άλλο. Και κάθε φορά που το ένα τους πέθαινε και έμενε στη ζωή το άλλο μισό, αυτό που έμενε άρχιζε να ψάχνει κάποιο άλλο· κι όταν συναντούσε είτε το μισό από ένα ολόκληρο θηλυκό — αυτό δηλαδή που τώρα το λέμε γυναίκα— είτε το μισό από ένα ολόκληρο αρσενικό, το σφιχταγκάλιαζε· το αποτέλεσμα ήταν να πεθαίνουν με τον τρόπο που είπα. Ο Δίας τότε τους σπλαχνίστηκε και σοφίζεται άλλο τέχνασμα: παίρνει τα γεννητικά τους όργανα από την πρώτη τους θέση και τα φέρνει μπροστά (γιατί στην προηγούμενη κατάσταση και αυτά τα είχαν οι άνθρωποι από την έξω μεριά και πιάναν γκάστρι [191c] και γεννούσαν όχι με το σμίξιμό τους, αλλά στο χώμα, όπως τα τζιτζίκια)· που λες, τους άλλαξε τη θέση και τα έφερε μπροστά, έτσι που να πιάνεται στην κοιλιά το έμβρυο περνώντας από το αρσενικό στο θηλυκό. Ο Δίας τα ᾽κανε αυτά ώστε από τη μια, αν άντρας συναντούσε γυναίκα, με το σφιχταγκάλιασμα να γεννοβολήσουν και να μη χαθεί η ράτσα, από την άλλη, αν αρσενικός συναντούσε αρσενικό, να τους ερχόταν μπούκωμα από το αγκάλιασμα, να σταματούσαν για κάποιαν ώρα, να γύριζαν στις δουλειές τους και να καταπιάνονταν με τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής.
Έτσι ρίζωσε [191d] ο έρωτας στον άνθρωπο από τη μακρινή εκείνη εποχή και μ᾽ αυτόν ξαναβρίσκει την ενότητά της η πρώτη μας φύση· κι αυτός κάνει ό,τι μπορεί, για να σχηματίσει από τα δύο ένα και να φέρει τη γιατρειά στην ανθρώπινη φύση. Από τα παραπάνω βγαίνει ότι ο καθένας μας είναι το μισό απ᾽ ολόκληρο άνθρωπο, αφού είναι κομμένος όπως η γλώσσα (το ψάρι) — το ένα από τα δυο κομμάτια της πρώτης του φύσης· γι᾽ αυτό δεν κουράζεται ποτέ ο κάθε άνθρωπος ν᾽ αποζητά το άλλο μισό του. Κι έτσι όσοι άντρες είναι κομμάτι από το σύνθετο πλάσμα, που είπαμε ότι τότε το ονόμαζαν αρσενικοθήλυκο, είναι οι γυναικάδες και οι περισσότεροι απ᾽ αυτούς που πατούν το στεφάνι τους προέρχονται απ᾽ αυτή τη ράτσα· επίσης [191e] κι οι γυναίκες: όσες είναι ερωτιάρες και μοιχαλίδες, από το ίδιο γένος προέρχονται. Όμως οι γυναίκες που είναι το μισό από ολόκληρη γυναίκα, αυτές ούτε γυρίζουν να δουν άντρα —κάθε άλλο!— αλλά περισσότερο τις τραβούν οι γυναίκες, κι οι λεσβιάζουσες ανήκουν σ᾽ αυτή τη ράτσα. Τέλος όσοι είναι το μισό από ολόκληρον άντρα, κυνηγούν τους αρσενικούς, και στην αρχή, όσο είναι παιδιά, καθώς είναι κομμάτι από αρσενικόν, αγαπάνε τους άντρες και χαίρονται να πλαγιάζουν μαζί και [192a] να βρίσκονται στην αγκαλιά αντρών, και αυτά είναι τα πιο προκομμένα αγόρια και παλικαράκια, αφού από τη φύση τους είναι εξαιρετικά αντρειωμένα.