Και προς αυτόν απάντησεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Όμοια κι εμέν᾽ ακράτητα τα χέρια μου την λόγχην
σφίγγουν, η ανδρειά μου εξύπνησεν, οι πόδες αποκάτω
εμπρός με σπρώχνουν, και ζητώ και μόνος ν᾽ αντικρίσω
80τον Έκτορα στον πόλεμον, μ᾽ όσην ορμήν και αν έχει».
Τούτα ενώ έλεγαν αυτοί και τους χαροποιούσε
ορμή πολέμου, οπού θεός τούς άναψε εις τα στήθη,
τους άλλους όπισθε Αχαιούς κινούσε ο κοσμοσείστης,
που έπαιρναν ανάσασιν σιμά στα γοργά πλοία.
85Από τον μέγαν κάματον τα μέλ᾽ είχαν κομμένα
και την ψυχήν περίλυπην να βλέπουν έμπροσθέν τους
από το τείχος όλοι ομού να ροβολούν οι Τρώες.
Τους βλέπαν, και απ᾽ τα μάτια τους τα δάκρυα ξεχειλίζαν
και να σωθούν δεν έλπιζαν· αλλ᾽ ήρθε ο κοσμοσείστης
90και τες ανδρείες φάλαγγες εβάλθη να εμψυχώσει·
τον Τεύκρον πρώτα εσίμωσε, κατόπιν και τους άλλους,
Πηνέλαον, Δηίπυρον, Θόαντα, Μηριόνην,
Αντίλοχον και Λήιτον, τους πρώτους πολεμάρχους.
Παρακινώντας έλεγεν: «Αχ! εντροπή σας, άνδρες,
95του Άργους νέοι μαχηταί, σ᾽ εσάς το θάρρος έχω,
αν πολεμήσετ᾽ ανδρικά, να σώσετε τα πλοία,
αλλ᾽ αν δειλιάσετε και σεις, εφάν᾽ η μέρα πλέον
τούτη τον άκρον όλεθρον να πάθουμε απ᾽ τους Τρώας.
Ω, μέγα θαύμα φοβερό τα μάτια τούτα βλέπουν,
100οπού ποτέ μου να συμβεί δεν έλεγα· να ορμήσουν
οι Τρώες εις τα πλοία μας, κι εκείνοι ως τώρα ομοιάζαν
δειλόψυχα ελαφόπουλα, που θα τα φάγουν λύκοι,
αγριόσκυλ᾽ ή λεόπαρδοι, καθώς μέσα στα δάση
με την καρδιάν απόλεμην χαμένα παραδέρνουν.
105Όμοια κι οι Τρώες πρότερα των Αχαιών την ρώμην
ν᾽ αντισταθούν ουδέ στιγμήν ποσώς δεν ετολμούσαν.
Τώρ᾽ απ᾽ την πόλιν τους μακράν μάχοντ᾽ εδώ στα πλοία,
διότι εμωράνθη ο βασιλεύς κι εχαύνωσαν τα πλήθη
και πεισμωμένοι προς αυτόν να σώσουν τα καράβια
110δεν θέλουν, αλλ᾽ ελεεινά φονεύονται σιμά τους.
Και αν αίτιος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων
τωόντι διότι επρόσβαλε τον μέγαν Αχιλλέα,
δια τούτο εμείς τον πόλεμον θ᾽ αφήσομεν, ω φίλοι;
Είν᾽ ώρα να διορθώνομεν εμείς τα σφάλματά μας,
115και δέχονται διόρθωσιν τα στήθη ανδρών γενναίων
σας κάμνει πλέον όνειδος ν᾽ αφήνετε την μάχην
εσείς οι πρώτοι του στρατού· κι εγώ δεν θα οργιζόμουν
ποσώς προς άνδρα ελεεινόν, αν έφευγε απ᾽ την μάχην.
Αλλά δια σας πόνον και οργήν αισθάνεται η ψυχή μου.
120Μη το κακόν αυξήσετε με αυτήν την χαύνωσίν σας,
ας εντραπεί καθένας σας και τ᾽ όνειδος του κόσμου
ας αισθανθεί· και φοβερός άναψε τώρ᾽ αγώνας.
Ο ανδρείος Έκτωρ πολεμεί σφοδρώς σιμά στα πλοία
κι ήδη τες πύλες έσπασε και τον μεγάλον σύρτην».
125Αυτούς εμψύχωσ᾽ ο θεός· ωστόσο των Αιάντων
οι φάλαγγες ορθώνονταν δεινές, που να τους βλέπει
η φιλοπόλεμη Αθηνά θα εθαύμαζε και ο Άρης.
Οι πρώτοι αυτού των Αχαιών ακλόνητοι εδεχόνταν
τους Τρώας με τον Έκτορα, και φράκτην από ασπίδες
130και από κοντάρια μόρφωσαν· κράνος αυτού με κράνος,
με ασπίδ᾽ ασπίδα στηρικτά θωρούσες, και άνδρα μ᾽ άνδρα·
και ως κλίναν έσμιγαν λαμπρές οι περικεφαλαίες
την χαίτην τους· τόσο στενά τεθήκαν μεταξύ των.
Και ως τα κοντάρια τίναζαν στες τολμηρές παλάμες,
135τα ελύγιζαν και ολόψυχα την μάχην εδιψούσαν.
Σύσσωμ᾽ οι Τρώες έπεσαν εμπρός και ο Έκτωρ πρώτος
ορμούσε αντίκρυ, όπως τρανό λιθάρι που από φρύδι
βουνού ποτάμι ξέχειλο με βροχερές πλημμύρες
το αμπώθει κάτ᾽ ως έσπασε τα δέματα των βράχων·
140ψηλά σκιρτώντας ροβολά και όλο βροντά το δάσος·
κι εκείνο τρέχει ανέμποδον, ώσπου το σιάδι φθάνει
και τότ᾽ η ορμή του σβήνεται· και ο Έκτωρ παρομοίως
φοβέριζε στην θάλασσαν φονεύοντας να φθάσει
των Αχαιών απ᾽ τες σκηνές περνώντας και απ᾽ τα πλοία·
145αλλά στες πυκνές φάλαγγες ως έπεσε κι εγγύς των
επροχωρούσε, στάθηκε, κι ενάντια του με ξίφη
και με κοντάρια δίστομα μακριά των τον εδιώχναν
οι Αχαιοί· τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω
και προς τους Τρώας φώναξε παντού να τον ακούσουν:
150«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι
σταθείτε αυτού· και αν πυργωτοί τες τάξες των εκλείσαν,
οι Αχαιοί πολύν καιρόν εμέ δεν θα κρατήσουν.
Θα τους σκορπίσ᾽ η λόγχη μου, αν των θεών ο πρώτος
μ᾽ εκίνησε, ο βαρύκτυπος ομόκλινος της Ήρας».
|