Ραψωδία ΝΜάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.
Και ο Ζευς, αφού τον Έκτορα στα πλοία και τους Τρώας
εσίμωσε, τους άφησε να ᾽χουν πολέμου αγώνα
αδιάκοπον κι εγύριζε τα φωτερά του μάτια
στην γην των ιππικών Θρακών και των Μυσών ανδρείων,
5όπου οι λαμπροί ᾽ναι Ιππημολγοί, θνητοί γαλατοφάγοι,
και ο δικαιότατος λαός των σεβαστών Αβίων·
ουδέ στην Τροίαν έστρεφε τα φωτερά του μάτια,
ότι δεν έλπιζε ποτέ κανείς των αθανάτων
να κατεβεί συμβοηθός των Αχαιών ή Τρώων.
10Το νόησεν ο Ποσειδών, που εκάθονταν κι εθώρα
την μάχην απ᾽ την κορυφήν της δασωμένης Σάμου
της Θράκης, όθεν φαίνονταν τ᾽ όρος της Ίδης όλο
και τ᾽ άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου·
εκεί, μέσ᾽ απ᾽ την θάλασσαν, ανέβη κι εκαθόνταν
15και πόνον δια τους Αχαιούς, που εσύντριβαν οι Τρώες,
μέσα η ψυχή του αισθάνετο και πάθος προς τον Δία·
απ᾽ τ᾽ άγριον όρος με γοργά πατήματα εκατέβη,
και κάτω απ᾽ τα αθάνατα πόδια του Ποσειδώνος
όλα τα όρη απέραντα και όλα τα δάση ετρέμαν
20έκαμε τρία διάσκελα, στο τέταρτο είχε φθάσει
εις τες Αιγές, που ολόλαμπρα, στα βάθη εκεί του κόλπου,
άφθαρτα δώματα χρυσά τού ευρίσκονται κτισμένα·
κι έζεψε εκεί στην άμαξαν τα ορμητικά πουλάρια
χαλκόποδα, χρυσότριχα, και αυτός χρυσάφι εζώσθη,
25έπιασε μάστιγα χρυσήν, ανέβηκε στον θρόνον,
και οδήγησε στην θάλασσαν τους ίππους· και αποκάτω
άμα τον βασιλέα τους ενόησαν, σκιρτούσαν
τα κήτη απ᾽ όλους τους βυθούς, και από χαράν εμπρός του
η θάλασσα εχωρίζετο και τ᾽ άλογα επετούσαν
30ψηλά, χωρίς να νοτισθεί το χάλκινον αξόνι·
και ως αστραπή τον έφεραν στων Αχαιών τα πλοία.
Υπάρχει μέγα σπήλαιον, στα βάθη εκεί του κόλπου,
στην Τένεδον ανάμεσα και στην τραχείαν Ίμβρον·
κει μέσ᾽ αφού τους ξέζεψεν, ο Ποσειδών τους ίππους
35έστησε και τους έβαλε να φάγουν αμβροσίαν·
μ᾽ άλυτα πέδικλα χρυσά τους έδεσε στον τόπον
ασύντριφτα, να καρτερούν εκεί τον κύριόν τους,
και στον στρατόν των Αχαιών εκίνησε να φθάσει.
Και με τον βρόντον της φωτιάς ή της ανεμοζάλης
40κινούντο οι Τρώες όλοι ομού στον Έκτορα κατόπιν,
να πάρουν, καθώς έλπιζαν, των Αχαιών τα πλοία,
και όλους εκεί τους Αχαιούς να σφάξουν πολεμάρχους·
αλλά μέσ᾽ απ᾽ την θάλασσαν ως ήλθε ο κοσμοσείστης
εγκάρδιωνε τους Αχαιούς· του Κάλχαντος ομοιώθη
45στο σώμα, στην ακούραστην φωνήν, κι εστράφη πρώτα
στους Αίαντας, που ολόψυχα στην μάχην ήδη ορμούσαν:
«Σεις τον λαόν των Αχαιών θα σώσετε ω γενναίοι,
αν την ανδράγαθην ψυχήν δεν σας παγώνει ο φόβος·
ούδ᾽ αλλαχού φοβούμ᾽ εγώ την δύναμιν των Τρώων,
50που ομού τα τείχη ανέβηκαν, να κατεβούν στα πλοία,
ότ᾽ οι ανδρείοι Δαναοί θαρρώ θα τους κρατήσουν·
αλλά τρομάζω μη κακό μεγάλο εκεί μας έβρει,
που είν᾽ ο Έκτωρ αρχηγός και ωσάν φωτιά μανίζει,
και του Διός καυχάτ᾽ υιός του μεγαλοδυνάμου·
55άμποτε κάποιος των θεών τον νουν να σας φωτίσει
και σεις να μάχεσθ᾽ ανδρικώς και να θαρρύνετ᾽ άλλους,
και τότε θα τον διώχνετε μακράν από τα πλοία,
και αν την ορμήν του εκίνησεν ο ίδιος ο Κρονίδης».
Είπε, και με το σκήπτρο του τους έπληξε και ανδρείαν
60αδάμαστην τους γέμισεν ο μέγας κοσμοσείστης,
κι ελάφρωσε πατόκορφα τα λυγερά τους μέλη·
κι έπειτα ωσάν ταχύπτερο γεράκι, που απ᾽ την άκρην
υψηλού βράχου γλιστερού πετιέται στην πεδιάδα,
άλλο πουλί, που ξάνοιξε μακράν, να κυνηγήσει,
65ομοίως έφυγε απ᾽ αυτούς ο μέγας κοσμοσείστης.
Πρώτος τον νόησε ο ταχύς Οϊλιάδης Αίας
κι εστράφη προς τον Αίαντα τον Τελαμωνιάδη:
«Ω Αία, κάποιος των θεών των Ολυμποκατοίκων,
με την μορφήν του μάντεως κινεί μας εις την μάχην·
70δεν είναι ο Κάλχας, όχι, αυτός, ο θείος χρησμολόγος·
τα θεία χνάρια καθαρά τού είδα και τα σκέλη
ως έφυγε· και τους θεούς ευκόλως διακρίνεις·
και μες στα στήθη μου η ψυχή ν᾽ αγωνισθώ στην μάχην
ζητεί με ορμήν σφοδρότερην και κρατημόν δεν έχουν
75επάνω ᾽δω τα χέρια μου και οι πόδες μου αποκάτω».
|