ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ [2.1.1.] Όσο ήταν καλοκαίρι, οι στρατιώτες του Ετεονίκου στη Χίο τρέφονταν από τους καρπούς της εποχής κι από μεροκάματα που έπαιρναν δουλεύοντας σε κτήματα. Σαν ήρθε χειμώνας όμως και βρέθηκαν νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι, βάλθηκαν να συνωμοτούν με σκοπό να επιτεθούν στην πόλη· για ν᾽ αναγνωρίζονται αναμεταξύ τους και να ξέρουν πόσοι είναι, αποφάσισαν πως όσοι συμφωνούν με το σχέδιο θα κρατούν ένα κομμάτι καλάμι. [2.1.2] Ο Ετεόνικος έμαθε τη συνωμοσία, αλλά δεν ήξερε πώς ν᾽ αντιδράσει. Ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν καλάμια. Να τους χτυπήσει φανερά, σκεφτόταν, θα ᾽ταν λάθος: μπορούσαν να πιάσουν τ᾽ άρματα, να καταλάβουν την πόλη και, από τη στιγμή που θα μεταβάλλονταν σ᾽ εχθρούς, να καταστρέψουν τα πάντα αν επικρατούσαν. Από την άλλη πλευρά θα ᾽ταν δυσάρεστο να σκοτωθούν σύμμαχοι, και μάλιστα πολλοί — οι Λακεδαιμόνιοι κινδύνευαν να δυσφημιστούν στα μάτια των υπόλοιπων Ελλήνων και οι στρατιώτες τους να γίνουν απρόθυμοι στα καθήκοντά τους. [2.1.3] Πήρε λοιπόν μαζί του δεκαπέντε άνδρες οπλισμένους μ᾽ εγχειρίδια και βγήκε στην πόλη· στον δρόμο του απάντησε κάποιον, άρρωστο από οφθαλμία, που ᾽βγαινε από ένα ιατρείο μ᾽ ένα καλάμι, και τον σκότωσε. [2.1.4] Στην αναταραχή που ακολούθησε ρώτησαν μερικοί γιατί είχε σκοτωθεί ο άνθρωπος· ο Ετεόνικος πρόσταξε ν᾽ ανακοινωθεί: «Επειδή είχε καλάμι». Μόλις κυκλοφόρησε η ανακοίνωση, όλοι όσοι είχαν καλάμια τα πέταξαν: ο καθένας που την άκουγε φοβόταν μην τον δουν κι αυτόν με καλάμι. [2.1.5] Κατόπιν ο Ετεόνικος φώναξε τους Χιώτες και τους ζήτησε να εισφέρουν χρήματα για να πληρωθούν τον μισθό τους οι ναύτες, ώστε να μην παρασυρθούν σε κάποια στασιαστική ενέργεια. Όταν οι Χιώτες πλήρωσαν, ο Ετεόνικος έδωσε παράγγελμα να επιβιβαστούν οι άνδρες στα πλοία και πλησιάζοντας ένα ένα πλοίο τούς έδωσε θάρρος και συμβουλές πολλές, κάνοντας πως τάχα δεν ήξερε τίποτα απ᾽ όσα είχαν συμβεί και πληρώνοντας στον κάθε ναύτη μισθό για έναν μήνα. [2.1.6] Έπειτ᾽ απ᾽ αυτό οι Χιώτες κι οι άλλοι σύμμαχοι αποφάσισαν, σε μια σύσκεψη στην Έφεσο, να στείλουν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατούσε και να ζητήσουν να δοθεί η διοίκηση του στόλου στον Λύσανδρο, που οι σύμμαχοι εκτιμούσαν από την προηγούμενη θητεία του- τότε που είχε κερδίσει και τη ναυμαχία στο Νότιο. [2.1.7] Πήγαν λοιπόν πρέσβεις και μαζί τους απεσταλμένοι του Κύρου μ᾽ εντολή να πούνε τα ίδια. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε ονόμασαν τον Λύσανδρο υπαρχηγό του στόλου, ναύαρχο όμως τον Άρακο — και τούτο επειδή η νομοθεσία τους απαγορεύει να διοριστεί δύο φορές ναύαρχος ο ίδιος άνθρωπος· ωστόσο τα πλοία τα εμπιστεύτηκαν στον Λύσανδρο [καθώς συμπληρώνονταν είκοσι πέντε χρόνια πολέμου]. [2.1.8] [Την ίδια χρονιά ο Κύρος σκότωσε τον Αυτοβοισάκη και τον Μιτραίο, γιους της αδελφής του Δαρείου (κόρης του Ξέρξη, πατέρα του Δαρείου), επειδή όταν τον συνάντησαν δεν έβαλαν τα χέρια τους στην «κόρη», πράγμα που δεν γίνεται παρά μονάχα μπροστά στον Βασιλέα. «Κόρη» είναι ένα είδος μακρύ μανίκι, όπου εκείνος που βάζει τα χέρια του δεν μπορεί να κάνει καμία κίνηση. [2.1.9] Ο Ιεραμένης λοιπόν κι η γυναίκα του έλεγαν στον Δαρείο ότι θα ᾽ταν απαράδεκτο ν᾽ αφήσει ατιμώρητη τόσο βαριά προσβολή· τότε ο Δαρείος έστειλε αγγελιαφόρους να φωνάξουν τον Κύρο κοντά του, τάχα πως ήταν άρρωστος.] |