ΒΛΕ. Αλίμονο!
Χάθηκε από τον κόσμο η τιμιότη
κι είναι όλοι, αλήθεια, σκλάβοι του συμφέρου.
ΧΡΕ. Δεν είσαι στα καλά σου, μά τη Δήμητρα.
ΒΛΕ. Πώς άλλαξε πολύ το φέρσιμό του!
ΧΡΕ. Τρελάθηκες, καημένε, κι όρκο παίρνω!
ΒΛΕ. Και το μάτι του παίζει δώθε κείθε·
φως φανερό πως τα ᾽χει μουντζουρώσει.
ΧΡΕ. Ξέρω γιατί σαν τα κοράκια κράζεις.
Λες έκλεψα, γιατί μερίδιο θέλεις.
ΒΛΕ. Μερίδιο εγώ; Από τί; ΧΡΕ. Κι όμως δεν είναι370
το πράμα όπως το λες· κάτι άλλο τρέχει.
ΒΛΕ. Σαν να λέμε, δεν έκλεψες, μόνο άρπαξες!
ΧΡΕ. Το δαίμονα έχεις μέσα σου! ΒΛΕ. Και μήτε
κανέναν καταχράστηκες, αλήθεια;
ΧΡΕ. Εγώ, κανένα. ΒΛΕ. Μά τον Ηρακλέα,
με κάνει να τα χάνω, την αλήθεια
δε θέλει να την πει. ΧΡΕ. Μα εσύ, πριν μάθεις
τί μου συνέβη, με κατηγοράς!
ΒΛΕ. Ω φίλε, αναλαβαίνω με λιγάκι
λάδωμα να σκεπάσω την υπόθεση,
προτού το μάθ᾽ η πόλη: να μπουκώσω
με δραχμούλες το στόμα των ρητόρων.
ΧΡΕ. Και σαν φίλος, θαρρώ, μά τους θεούς,380
τρεις μνες θα δώσεις και θα γράψεις δώδεκα!
ΒΛΕ. Σε κοιτάζω να κάθεσαι στο βήμα
του κατηγορουμένου και στα χέρια
κλαδιά ικετήρια να βαστάς και να ᾽χεις
μαζί σου και γυναίκα και παιδιά,
ωσάν τους Ηρακλείδες του Παμφίλου.
ΧΡΕ. Γελιέσαι, κακομοίρη μου. Μονάχα
τους άξιους, τους καλούς και γνωστικούς
θα τους γεμίσω πλούτη εγώ που βλέπεις!
ΒΛΕ. Τί λες, μωρέ; Τόσο πολλά ᾽χεις κλέψει;
ΧΡΕ. Ώχου μπελά που βρήκα! Θα με πνίξεις!
ΒΛΕ. Μονάχος σου, θαρρώ, πως θα πνιγείς!390
ΧΡΕ. Καθόλου, αφού τον Πλούτο έχω μαζί μου,
κακόψυχε! ΒΛΕ. Τον Πλούτο εσύ; Και ποιόνε;
ΧΡΕ. Τον ίδιο το θεό. ΒΛΕ. Και πού ᾽ναι; ΧΡΕ. Μέσα.
ΒΛΕ. Πού μέσα; ΧΡΕ. Νά, στο σπίτι μου. ΒΛΕ. Στο σπίτι σου;
ΧΡΕ. Ναίσκε! ΒΛΕ. Δεν πας στον κόρακα! Σε σένα
ο Πλούτος; ΧΡΕ. Ναι, μά τους θεούς! ΒΛΕ. Αλήθεια;
ΧΡΕ. Παραλήθεια! ΒΛΕ. Ορκίσου στην Εστία.
ΧΡΕ. Ναι μά τον Ποσειδώνα! ΒΛΕ. Ποιόν; Της θάλασσας;
ΧΡΕ. Αν είναι κι άλλος, και σ᾽ αυτόν ακόμα!
ΒΛΕ. Και δεν τον στέλνεις και σε μας, τους φίλους;
ΧΡΕ. Δε φτάσανε τα πράματα ως εκεί.
ΒΛΕ. Τί λες; Της μοιρασιάς δεν ήρτε η ώρα;
ΧΡΕ. Καθόλου, μά το Δία. Ανάγκη πρώτα…
ΒΛΕ. Τί πρώτα; ΧΡΕ. Να τον κάνουμε να βλέπει.400
ΒΛΕ. Ποιός να βλέπει; ΧΡΕ. Ο Πλούτος, σαν και πρώτα,
μ᾽ όποιον τρόπο. ΒΛΕ. Κι είναι τυφλός, αλήθεια;
ΧΡΕ. Ναι, μά τον ουρανό. ΒΛΕ. Δίκαια λοιπόν
σε μένανε ποτές δεν ήρθε ως τώρα.
ΧΡΕ. Μ᾽ αν θέλουν οι θεοί, θα σού ᾽ρθει τώρα.
ΒΛΕ. Δε θα ᾽πρεπε να φέρουμε γιατρό;
ΧΡΕ. Και ποιός γιατρός υπάρχει πια στην πόλη;
Κι η πλερωμή τους τίποτα κι η τέχνη τους.
ΒΛΕ. Ας ψάξουμε. ΧΡΕ. Κανένας δεν υπάρχει!
ΒΛΕ. Έτσι κι εγώ νομίζω. ΧΡΕ. Το καλύτερο
είν᾽ αυτό που σχεδίαζ᾽ απαρχής·410
να πάω στ᾽ Ασκληπιού να τον πλαγιάσω.
ΒΛΕ. Πολύ σωστά, μά τους θεούς. Μη χάνεις
καιρό καθόλου, κάνε ό,τι θα κάνεις.
ΧΡΕ. Νά! πάω. ΒΛΕ. Κουνήσου ντε! ΧΡΕ. Τί άλλο κάνω!
|