Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (387-432)


ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ἆρ᾽ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ
χὠ τυμπανισμὸς χοἰ πυκνοὶ Σαβάζιοι,
ὅ τ᾽ Ἀδωνιασμὸς οὗτος οὑπὶ τῶν τεγῶν,
390οὗ ᾽γώ ποτ᾽ ὢν ἤκουον ἐν τἠκκλησίᾳ;
ἔλεγεν ὁ μὴ ὥρασι μὲν Δημόστρατος
πλεῖν εἰς Σικελίαν, ἡ γυνὴ δ᾽ ὀρχουμένη
«αἰαῖ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δὲ Δημόστρατος
ἔλεγεν ὁπλίτας καταλέγειν Ζακυνθίων,
395ἡ δ᾽ ὑποπεπωκυῖ᾽ ἡ γυνὴ ᾽πὶ τοῦ τέγους
«κόπτεσθ᾽ Ἄδωνιν» φησίν. ὁ δ᾽ ἐβιάζετο,
ὁ θεοῖσιν ἐχθρὸς καὶ μιαρὸς Χολοζύγης.
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐστιν ἀκολαστήματα.
Χ. ΓΕ. τί δῆτ᾽ ἄν, εἰ πύθοιο καὶ τὴν τῶνδ᾽ ὕβριν;
400αἳ τἄλλα θ᾽ ὑβρίκασι κἀκ τῶν καλπίδων
ἔλουσαν ἡμᾶς, ὥστε θαἰματίδια
σείειν πάρεστιν ὥσπερ ἐνεουρηκότας.
ΠΡ. νὴ τὸν Ποσειδῶ τὸν ἁλυκὸν δίκαιά γε.
ὅταν γὰρ αὐτοὶ ξυμπονηρευώμεθα
405ταῖσιν γυναιξὶ καὶ διδάσκωμεν τρυφᾶν,
τοιαῦτ᾽ ἀπ᾽ αὐτῶν βλαστάνει βουλεύματα.
οἳ λέγομεν ἐν τῶν δημιουργῶν τοιαδί·
«ὦ χρυσοχόε, τὸν ὅρμον ὃν ἐπεσκεύασας,
ὀρχουμένης μου τῆς γυναικὸς ἑσπέρας
410ἡ βάλανος ἐκπέπτωκεν ἐκ τοῦ τρήματος.
ἐμοὶ μὲν οὖν ἔστ᾽ εἰς Σαλαμῖνα πλευστέα·
σὺ δ᾽ ἢν σχολάσῃς, πάσῃ τέχνῃ πρὸς ἑσπέραν
ἐλθὼν ἐκείνῃ τὴν βάλανον ἐνάρμοσον.»
ἕτερος δέ τις πρὸς σκυτοτόμον ταδὶ λέγει
415νεανίαν καὶ πέος ἔχοντ᾽ οὐ παιδικόν·
«ὦ σκυτοτόμε, μου τῆς γυναικὸς τοῦ ποδὸς
τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν,
ἅθ᾽ ἁπαλὸν ὄν· τοῦτ᾽ οὖν σὺ τῆς μεσημβρίας
ἐλθὼν χάλασον, ὅπως ἂν εὐρυτέρως ἔχῃ.»
420τοιαῦτ᾽ ἀπήντηκ᾽ εἰς τοιαυτὶ πράγματα,
ὅτ᾽ ὢν ἐγὼ πρόβουλος, ἐκπορίσας ὅπως
κωπῆς ἔσονται, τἀργυρίου νυνὶ δέον,
ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἀποκέκλεισμαι τῶν πυλῶν.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἔργον ἑστάναι. φέρε τοὺς μοχλούς,
425ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω.
τί κέχηνας, ὦ δύστηνε; ποῖ δ᾽ αὖ σὺ βλέπεις,
οὐδὲν ποιῶν ἀλλ᾽ ἢ καπηλεῖον σκοπῶν;
οὐχ ὑποβαλόντες τοὺς μοχλοὺς ὑπὸ τὰς πύλας
ἐντεῦθεν ἐκμοχλεύσετ᾽; ἐνθενδὶ δ᾽ ἐγὼ
430ξυνεκμοχλεύσω. ΛΥ. μηδὲν ἐκμοχλεύετε·
ἐξέρχομαι γὰρ αὐτομάτη. τί δεῖ μοχλῶν;
οὐ γὰρ μοχλῶν δεῖ μᾶλλον ἢ νοῦ καὶ φρενῶν.


ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Μπαίνει αποσταλμένος του δήμου και μαζί του μερικοί τοξότες Σκύθες)
Άναψε βλέπω το γυναικείο γλέντι.
Τούμπανα και κραξιές: «Χαίρε Σαβάζιε»!
Όργια τ᾽ Άδωνη πάνω στην ταράτσα,
390που ακουγόντανε κάποτε ως την Πνύκα
τότες, που ο γλωσσοκόπανος Δημόστρατος
(που κακοχρονονάχει!) μας ξεγέλαγε
να στείλουμε στη Σικελία το στόλο
κι η γυναίκα του πάνω στη σκεπή
εχόρευε και στρίγγλιζεν: «Αλιά σου,
αγαπημένε μου Άδωνη»! Κι ο άντρας της
μας ζόριζε να μάσουμε στρατό
κι απ᾽ τη Ζάκυνθο. Και την ίδιαν ώρα
μεθυσμέν᾽ η γυναίκα του ξεφώνιζε:
«Κλάφτε τον όμορφο Άδωνη»! Κι εκειός
φαρμακοψύχης, θεοκαταραμένος
λύσσαε στο βήμα!… Νά τί ᾽ναι οι γυναίκες!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Και τί θα ᾽λεες γι᾽ αυτά που τώρα εκάναν;
400Πρώτα μας σκυλοβρίσαν και κατόπι
μας περεχύσαν με νερό και τώρα
σταλοβολάμε, λες και κατουρθήκαμε.
ΠΡΟ. Ναι, μά το θαλασσόθεο Ποσειδώνα,
καλά τα λέτε, μα ποιός φταίει; Εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε να θέλουν
λούσα και καλοπέραση. Και νά τες
δε μαζεύονται τώρα. Ένας μας πάει
στο χρυσικό και λέγει του: «Θυμάσαι
τον κολιέ, που μας έφκιασες; Εχτές
που χόρευε η γυναίκα μου, της βγήκε
410το βαλάνι απ᾽ την τρύπα. Τώρα φεύγω
για την Κούλουρη, αν ευκαιρήσεις πέρνα
απ᾽ το σπίτι να της το ξαναβάλεις»!
Άλλος πάει στον τσαγκάρ᾽ (είναι παιδί,
μα δεν έχει παιδιάτικο εργαλείο!)
και του λέει: «Το λουρί του σανταλιού
της κυράς μου της κόβει το μικρό
δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι.
Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις,
420να φαρδύνει». Και νά! που καταντήσαμε:
Όταν εγώ, σαν πρόβουλος, κανόνισα
ν᾽ αγοράσουμε ξύλα για κουπιά,
πάει ο παράς. Μας τον βουτήξαν όλον
τα θηλυκά κι αμπάρωσαν την πύλη.
Αλλά καιρό για χάσιμο δεν έχουμε.
(Σ᾽ έναν τοξότη)
Φέρ᾽ εδώ τους λοστούς, για να ξεπλύνουμε
την προσβολή που πάθαμε… Τί στέκεις
σαν κουτορνίθι; Πού κοιτάζεις; Ψάχνεις
για κανένα, δω γύρα, καπηλειό;
Χώστε κάτου απ᾽ την πύλη τους λοστούς,
να την ξηλώσετε. Σας βοηθάω κι εγώ.
ΛΥΣ. (Βγαίνει από το κάστρο)
430Μη χάνετε τον κόπο! Νά με! βγήκα
μοναχή μου, λοστοί δε σας χρειάζονται.