ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
(Μπαίνει αποσταλμένος του δήμου και μαζί του μερικοί τοξότες Σκύθες)
Άναψε βλέπω το γυναικείο γλέντι.
Τούμπανα και κραξιές: «Χαίρε Σαβάζιε»!
Όργια τ᾽ Άδωνη πάνω στην ταράτσα,
390που ακουγόντανε κάποτε ως την Πνύκα
τότες, που ο γλωσσοκόπανος Δημόστρατος
(που κακοχρονονάχει!) μας ξεγέλαγε
να στείλουμε στη Σικελία το στόλο
κι η γυναίκα του πάνω στη σκεπή
εχόρευε και στρίγγλιζεν: «Αλιά σου,
αγαπημένε μου Άδωνη»! Κι ο άντρας της
μας ζόριζε να μάσουμε στρατό
κι απ᾽ τη Ζάκυνθο. Και την ίδιαν ώρα
μεθυσμέν᾽ η γυναίκα του ξεφώνιζε:
«Κλάφτε τον όμορφο Άδωνη»! Κι εκειός
φαρμακοψύχης, θεοκαταραμένος
λύσσαε στο βήμα!… Νά τί ᾽ναι οι γυναίκες!
ΚΟΡ. ΓΕΡ. Και τί θα ᾽λεες γι᾽ αυτά που τώρα εκάναν;
400Πρώτα μας σκυλοβρίσαν και κατόπι
μας περεχύσαν με νερό και τώρα
σταλοβολάμε, λες και κατουρθήκαμε.
ΠΡΟ. Ναι, μά το θαλασσόθεο Ποσειδώνα,
καλά τα λέτε, μα ποιός φταίει; Εμείς!
Εμείς τις κακομάθαμε να θέλουν
λούσα και καλοπέραση. Και νά τες
δε μαζεύονται τώρα. Ένας μας πάει
στο χρυσικό και λέγει του: «Θυμάσαι
τον κολιέ, που μας έφκιασες; Εχτές
που χόρευε η γυναίκα μου, της βγήκε
410το βαλάνι απ᾽ την τρύπα. Τώρα φεύγω
για την Κούλουρη, αν ευκαιρήσεις πέρνα
απ᾽ το σπίτι να της το ξαναβάλεις»!
Άλλος πάει στον τσαγκάρ᾽ (είναι παιδί,
μα δεν έχει παιδιάτικο εργαλείο!)
και του λέει: «Το λουρί του σανταλιού
της κυράς μου της κόβει το μικρό
δαχτυλάκι, που ᾽ναι τρυφερούλι.
Έλα το γιόμα για ναν της τ᾽ ανοίξεις,
420να φαρδύνει». Και νά! που καταντήσαμε:
Όταν εγώ, σαν πρόβουλος, κανόνισα
ν᾽ αγοράσουμε ξύλα για κουπιά,
πάει ο παράς. Μας τον βουτήξαν όλον
τα θηλυκά κι αμπάρωσαν την πύλη.
Αλλά καιρό για χάσιμο δεν έχουμε.
(Σ᾽ έναν τοξότη)
Φέρ᾽ εδώ τους λοστούς, για να ξεπλύνουμε
την προσβολή που πάθαμε… Τί στέκεις
σαν κουτορνίθι; Πού κοιτάζεις; Ψάχνεις
για κανένα, δω γύρα, καπηλειό;
Χώστε κάτου απ᾽ την πύλη τους λοστούς,
να την ξηλώσετε. Σας βοηθάω κι εγώ.
ΛΥΣ. (Βγαίνει από το κάστρο)
430Μη χάνετε τον κόπο! Νά με! βγήκα
μοναχή μου, λοστοί δε σας χρειάζονται.
|