Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Σφῆκες (461-525)


ΒΔ. ἀλλὰ μὰ Δί᾽ οὐ ῥᾳδίως οὕτως ἂν αὐτοὺς διέφυγες, [ἀντ.]
εἴπερ ἔτυχον τῶν μελῶν τῶν Φιλοκλέους βεβρωκότες.
ΧΟ. ἆρα δῆτ᾽ οὐκ αὐτόδηλα
τοῖς πένησιν, ἡ τυραννὶς
465 ὡς ἐλάνθανέν μ᾽ ὑπιοῦσα,
εἰ σύ γ᾽, ὦ πονῳπόνηρε καὶ κομηταμυνία,
τῶν νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις ὧν ἔθηκεν ἡ πόλις,
οὔτε τιν᾽ ἔχων πρόφασιν
οὔτε λόγον εὐτράπελον,
470 αὐτὸς ἄρχων μόνος;
ΒΔ. ἔσθ᾽ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς
εἰς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι καὶ διαλλαγάς;
ΧΟ. σοὐς λόγους, ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά,
475 καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα
στεμμάτων τήν θ᾽ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων;
ΒΔ. νὴ Δί᾽, ἦ μοι κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς
μᾶλλον ἢ κακοῖς τοσούτοις ναυμαχεῖν ὁσημέραι.
480 ΧΟ. οὐδὲ μὴν οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ—
τοῦτο γὰρ παρεμβάλωμεν τῶν τριχοινίκων ἐπῶν—
ἀλλὰ νῦν μὲν οὐδὲν ἀλγεῖς, ἀλλ᾽ ὅταν ξυνήγορος
ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ καὶ ξυνωμότην καλῇ.
ΒΔ. ἆρ᾽ ἄν, ὢ πρὸς τῶν θεῶν, ὑμεῖς ἀπαλλαχθεῖτέ μου;
485 ἢ δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι᾽ ἡμέρας;
ΧΟ. οὐδέποτέ γ᾽, οὔχ, ἕως ἄν τί μου λοιπὸν ᾖ,
ὅστις ἡμῶν ἐπὶ τυραννίδ᾽ ‹ὦδ᾽› ἐστάλης.
ΒΔ. ὡς ἅπανθ᾽ ὑμῖν τυραννίς ἐστι καὶ ξυνωμόται,
ἤν τε μεῖζον ἤν τ᾽ ἔλαττον πρᾶγμά τις κατηγορῇ,
490 ἧς ἐγὼ οὐκ ἤκουσα τοὔνομ᾽ οὐδὲ πεντήκοντ᾽ ἐτῶν·
νῦν δὲ πολλῷ τοῦ ταρίχους ἐστὶν ἀξιωτέρα,
ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ᾽ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται.
ἢν μὲν ὠνῆταί τις ὀρφώς, μεμβράδας δὲ μὴ ᾽θέλῃ,
εὐθέως εἴρηχ᾽ ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας·
495 «οὗτος ὀψωνεῖν ἔοιχ᾽ ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι.»
ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι,
ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά φησι θἀτέρῳ·
«εἰπέ μοι, γήτειον αἰτεῖς; πότερον ἐπὶ τυραννίδι;
ἢ νομίζεις τὰς Ἀθήνας σοὶ φέρειν ἡδύσματα;»
500 ΞΑ. κἀμέ γ᾽ ἡ πόρνη χθὲς εἰσελθόντα τῆς μεσημβρίας,
ὅτι κελητίσαι ᾽κέλευον, ὀξυθυμηθεῖσά μοι
ἤρετ᾽ εἰ τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα.
ΒΔ. ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδέ᾽, εἰ καὶ νῦν ἐγὼ
τὸν πατέρ᾽ ὅτι βούλομαι τούτων ἀπαλλαχθέντα τῶν
505 ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπώρων τρόπων
ζῆν βίον γενναῖον ὥσπερ Μόρυχος, αἰτίαν ἔχω
ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά.
ΦΙ. νὴ Δί᾽, ἐν δίκῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ὀρνίθων γάλα
ἀντὶ τοῦ βίου λάβοιμ᾽ ἂν οὗ με νῦν ἀποστερεῖς·
510 οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ᾽ ἐγχέλεσιν, ἀλλ᾽ ἥδιον ἂν
δικίδιον σμικρὸν φάγοιμ᾽ ἂν ἐν λοπάδι πεπνιγμένον.
ΒΔ. νὴ Δί᾽, εἰθίσθης γὰρ ἥδεσθαι τοιούτοις πράγμασιν·
ἀλλ᾽ ἐὰν σιγῶν ἀνάσχῃ καὶ μάθῃς ἁγὼ λέγω,
ἀναδιδάξειν οἴομαί σ᾽ ὡς πάντα ταῦθ᾽ ἁμαρτάνεις.
515 ΦΙ. ἐξαμαρτάνω δικάζων; ΒΔ. καταγελώμενος μὲν οὖν
οὐκ ἐπαΐεις ὑπ᾽ ἀνδρῶν, οὓς σὺ μόνον οὐ προσκυνεῖς.
ἀλλὰ δουλεύων λέληθας. ΦΙ. παῦε δουλείαν λέγων,
ὅστις ἄρχω τῶν ἁπάντων. ΒΔ. οὐ σύ γ᾽, ἀλλ᾽ ὑπηρετεῖς
οἰόμενος ἄρχειν· ἐπεὶ δίδαξον ἡμᾶς, ὦ πάτερ,
520 ἥτις ἡ τιμή ᾽στί σοι καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα.
ΦΙ. πάνυ γε· καὶ τούτοισί γ᾽ ἐπιτρέψαι ᾽θέλω. ΒΔ. καὶ μὴν ἐγώ.
ἄφετέ νυν ἅπαντες αὐτόν. ΦΙ. καὶ ξίφος γέ μοι δότε.
ἢν γὰρ ἡττηθῶ λέγων σου, περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει.
ΒΔ. εἰπέ μοι, τί δ᾽, ἤν, τὸ δεῖνα, τῇ διαίτῃ μὴ ᾽μμένῃς;
525 ΦΙ. μηδέποτε πίοιμ᾽ ἄκρατον μισθὸν ἀγαθοῦ δαίμονος.


ΒΔΕ. Τους σκορπίσαμε· εύκολα όμως, ξέρεις, δε θα ξέφευγες,
αν, πριν έρθουν, είχαν φάει μελωδίες του Φιλοκλή.
ΧΟΡ. Καθεστώς τυραννικό
κρυφοσέρνεται· οι φτωχοί
καθαρά το βλέπουν πια.
ΚΟΡ. Ναι, αφού, βρε καταραμένε, μαλλιαροκαμαρωτέ,
μας κρατάς μακριά απ᾽ τους νόμους που έχει ορίσει η πόλη μας.
ΧΟΡ. Δίχως λόγο κι αφορμή
κι ούτ᾽ εξήγηση καμιά
470φέρνεσαι έτσι αυθαίρετα.
ΒΔΕ. Δεν μπορούμε δίχως μάχες και φωνάρες και σκληριές
να μιλήσουμ ήρεμα έτσι, μήπως συμφωνήσουμε;
ΚΟΡ. Τί; Μ᾽ εσέ, της τυραννίας φίλε και του δήμου εχθρέ!
ΧΟΡ. Με του Βρασίδα ένα σύντροφο; Με έναν —γιά δες!—
που έχει γενάκι, και ρούχο με φράντζες φορεί;
ΒΔΕ. Πιο καλά είναι, λέω, ν᾽ αφήσω τον πατέρα ολότελα,
παρά να ᾽χω τέτοιες έγνοιες, που δε λείπουνε στιγμή.
480ΚΟΡ. Ε μωρέ, και πού ᾽σαι ακόμα! Μόλις μπήκες στο χορό.
(Ας μιλήσουμε λιγάκι με μεταφορές κι εμείς.)
Θα σε τσούξει, το δημόσιο σα θ᾽ ακούς κατήγορο
να σε κράζει συνωμότη, να σε λούζει με βρισιές.
ΒΔΕ. Δε θα με ξεφορτωθείτε τέλος, στ᾽ όνομα των θεών;
Είναι ανάγκη να με γδέρνουν και να γδέρνω ολημερίς;
ΧΟΡ. Ένα κοψίδι όσο μένει από μένα, στιγμή δε θα πάψω,
τυραννικό καθεστώς αφού θέλεις σ᾽ εμάς να φορτώσεις.
ΒΔΕ. Για σας όλα συνωμότες, καθεστώς τυραννικό,
σε όλες μέσα τις μηνύσεις, και μεγάλες και μικρές.
Τυραννία! Ποιός τ᾽ όνομά της τ᾽ άκουγε ποτέ, όλ᾽ αυτά
490τα πενήντα χρόνια; Τώρα, πιο φτηνό κι απ᾽ τα παστά,
σέρνεται στα στόματα όλων και κυλάει στην αγορά.
Αν πουλούν ροφούς και γάβρους κι εσύ θέλεις τους ροφούς,
ο μανάβης με το γάβρο λέει αμέσως πονηρά:
«Πάει για τυραννία ο κύριος και ψωνίζει ανάλογα».
Ψώνισες σαρδέλες· θέλεις, έτσι για την όρεξη,
και σαλάτα· σε κοιτάζει τότε η χορταρού λοξά:
«Τί; Σαλατικό γυρεύεις; Πας για τύραννος, μωρέ;
Ή νομίζεις πως για σένα βγάζ᾽ η Αθήνα λιχουδιές;»
500ΞΑΝ. Σε μια κοκοτούλα πήγα χτες το δειλινό κι εγώ
και της είπα για καβάλα· θυμωμένη τότε αυτή
«Τί; Ιππασία!» μου λέει· «του Ιππία νοσταλγείς το καθεστώς;»
ΒΔΕ. Κάτι τέτοια τους αρέσουν· να, και τώρα, που ζητώ
απ᾽ το γέρο μου να πάψει πια να ζει στα βάσανα
και του λέω «παράτα δίκες και συκοφαντίες, κι αυτά
τα ξυπνήματα πριν φέξει, κι έλα ζήσε αρχοντικά»,
είμαι, λένε, συνωμότης κι απολυταρχίες ποθώ.
ΦΙΛ. Κι έχουν δίκιο· κι αν μου δώσεις του πουλιού το γάλα, αυτή
τη ζωή που τώρα κάνω δε θα την αλλάξω εγώ·
510δε μ᾽ ευχαριστούν οι ρίνες και τα χέλια· μια κομψή
δώσ᾽ μου δίκη ν᾽ απολάψω μες στης κάλπης το ταψί.
ΒΔΕ. Τα έχεις, βλέπεις, συνηθίσει και γι᾽ αυτό σ᾽ ευχαριστούν·
μα αν δεχτείς να σου μιλήσω και μ᾽ ακούσεις σιωπηλός,
θα πειστείς πως πέφτεις έξω και πως έχω δίκιο εγώ.
ΦΙΛ. Τί; Πέφτω έξω, που δικάζω; ΒΔΕ. Και δεν ξέρεις μάλιστα
πως σ᾽ αναγελούν εκείνοι που τους έχεις για είδωλα.
Σκλάβος τους, και δεν το νιώθεις. ΦΙΛ. Για σκλαβιά μη μου μιλάς,
κι είμαι ο γενικός αφέντης. ΒΔΕ. Υπηρέτης, και θαρρείς
πως αφέντης είσαι· ορίστε, σε ρωτώ· αν καρπολογούν
520την Ελλάδα, εσέ, πατέρα, ποιό το διάφορό σου; Πες.
ΦΙΛ. Θα το πω και τούτοι ας γίνουν διαιτητές.
Δείχνει το Χορό.
ΒΔΕ. Το δέχομαι.
Μπρος λοιπόν, μην τον κρατάτε.
Οι δούλοι αφήνουν το Φιλοκλέωνα ελεύθερο.
ΦΙΛ. Κι ένα δώστε μου σπαθί,
για να σκοτωθώ, αν με βάλει κάτω στη συζήτηση.
ΒΔΕ. Κι αν των διαιτητών τη γνώμη δεν τη σεβαστείς; ΦΙΛ. Ποτέ,
όσο ζω, αγαθού δαιμόνιου σκέτο να μην πιω … μισθό.