ΒΔΕ. Τους σκορπίσαμε· εύκολα όμως, ξέρεις, δε θα ξέφευγες,
αν, πριν έρθουν, είχαν φάει μελωδίες του Φιλοκλή.
ΧΟΡ. Καθεστώς τυραννικό
κρυφοσέρνεται· οι φτωχοί
καθαρά το βλέπουν πια.
ΚΟΡ. Ναι, αφού, βρε καταραμένε, μαλλιαροκαμαρωτέ,
μας κρατάς μακριά απ᾽ τους νόμους που έχει ορίσει η πόλη μας.
ΧΟΡ. Δίχως λόγο κι αφορμή
κι ούτ᾽ εξήγηση καμιά
470φέρνεσαι έτσι αυθαίρετα.
ΒΔΕ. Δεν μπορούμε δίχως μάχες και φωνάρες και σκληριές
να μιλήσουμ ήρεμα έτσι, μήπως συμφωνήσουμε;
ΚΟΡ. Τί; Μ᾽ εσέ, της τυραννίας φίλε και του δήμου εχθρέ!
ΧΟΡ. Με του Βρασίδα ένα σύντροφο; Με έναν —γιά δες!—
που έχει γενάκι, και ρούχο με φράντζες φορεί;
ΒΔΕ. Πιο καλά είναι, λέω, ν᾽ αφήσω τον πατέρα ολότελα,
παρά να ᾽χω τέτοιες έγνοιες, που δε λείπουνε στιγμή.
480ΚΟΡ. Ε μωρέ, και πού ᾽σαι ακόμα! Μόλις μπήκες στο χορό.
(Ας μιλήσουμε λιγάκι με μεταφορές κι εμείς.)
Θα σε τσούξει, το δημόσιο σα θ᾽ ακούς κατήγορο
να σε κράζει συνωμότη, να σε λούζει με βρισιές.
ΒΔΕ. Δε θα με ξεφορτωθείτε τέλος, στ᾽ όνομα των θεών;
Είναι ανάγκη να με γδέρνουν και να γδέρνω ολημερίς;
ΧΟΡ. Ένα κοψίδι όσο μένει από μένα, στιγμή δε θα πάψω,
τυραννικό καθεστώς αφού θέλεις σ᾽ εμάς να φορτώσεις.
ΒΔΕ. Για σας όλα συνωμότες, καθεστώς τυραννικό,
σε όλες μέσα τις μηνύσεις, και μεγάλες και μικρές.
Τυραννία! Ποιός τ᾽ όνομά της τ᾽ άκουγε ποτέ, όλ᾽ αυτά
490τα πενήντα χρόνια; Τώρα, πιο φτηνό κι απ᾽ τα παστά,
σέρνεται στα στόματα όλων και κυλάει στην αγορά.
Αν πουλούν ροφούς και γάβρους κι εσύ θέλεις τους ροφούς,
ο μανάβης με το γάβρο λέει αμέσως πονηρά:
«Πάει για τυραννία ο κύριος και ψωνίζει ανάλογα».
Ψώνισες σαρδέλες· θέλεις, έτσι για την όρεξη,
και σαλάτα· σε κοιτάζει τότε η χορταρού λοξά:
«Τί; Σαλατικό γυρεύεις; Πας για τύραννος, μωρέ;
Ή νομίζεις πως για σένα βγάζ᾽ η Αθήνα λιχουδιές;»
500ΞΑΝ. Σε μια κοκοτούλα πήγα χτες το δειλινό κι εγώ
και της είπα για καβάλα· θυμωμένη τότε αυτή
«Τί; Ιππασία!» μου λέει· «του Ιππία νοσταλγείς το καθεστώς;»
ΒΔΕ. Κάτι τέτοια τους αρέσουν· να, και τώρα, που ζητώ
απ᾽ το γέρο μου να πάψει πια να ζει στα βάσανα
και του λέω «παράτα δίκες και συκοφαντίες, κι αυτά
τα ξυπνήματα πριν φέξει, κι έλα ζήσε αρχοντικά»,
είμαι, λένε, συνωμότης κι απολυταρχίες ποθώ.
ΦΙΛ. Κι έχουν δίκιο· κι αν μου δώσεις του πουλιού το γάλα, αυτή
τη ζωή που τώρα κάνω δε θα την αλλάξω εγώ·
510δε μ᾽ ευχαριστούν οι ρίνες και τα χέλια· μια κομψή
δώσ᾽ μου δίκη ν᾽ απολάψω μες στης κάλπης το ταψί.
ΒΔΕ. Τα έχεις, βλέπεις, συνηθίσει και γι᾽ αυτό σ᾽ ευχαριστούν·
μα αν δεχτείς να σου μιλήσω και μ᾽ ακούσεις σιωπηλός,
θα πειστείς πως πέφτεις έξω και πως έχω δίκιο εγώ.
ΦΙΛ. Τί; Πέφτω έξω, που δικάζω; ΒΔΕ. Και δεν ξέρεις μάλιστα
πως σ᾽ αναγελούν εκείνοι που τους έχεις για είδωλα.
Σκλάβος τους, και δεν το νιώθεις. ΦΙΛ. Για σκλαβιά μη μου μιλάς,
κι είμαι ο γενικός αφέντης. ΒΔΕ. Υπηρέτης, και θαρρείς
πως αφέντης είσαι· ορίστε, σε ρωτώ· αν καρπολογούν
520την Ελλάδα, εσέ, πατέρα, ποιό το διάφορό σου; Πες.
ΦΙΛ. Θα το πω και τούτοι ας γίνουν διαιτητές.
Δείχνει το Χορό.
ΒΔΕ. Το δέχομαι.
Μπρος λοιπόν, μην τον κρατάτε.
Οι δούλοι αφήνουν το Φιλοκλέωνα ελεύθερο.
ΦΙΛ. Κι ένα δώστε μου σπαθί,
για να σκοτωθώ, αν με βάλει κάτω στη συζήτηση.
ΒΔΕ. Κι αν των διαιτητών τη γνώμη δεν τη σεβαστείς; ΦΙΛ. Ποτέ,
όσο ζω, αγαθού δαιμόνιου σκέτο να μην πιω … μισθό.
|