ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΟΔΥ. (Βγαίνει από το σπήλαιο)
375Για τ᾽ όνομα! Είμ᾽ άφωνος! Τί φοβερά κι απίστευτα
που είδανε τα ματάκια μου μες στη σπηλιά του Κύκλωπα!
Ούτε σε μυθιστόρημα…
ΧΟΡ. Τί ᾽ναι, Οδυσσεύ; Μην τους μαγείρεψε για δείπνο τους συντρόφους
τους γκαρδιακούς σου ο Κύκλωπας, ο τρισκαταραμένος;
ΟΔΥ. Δύο συντρόφους καλοκοίταξε, τους έπαιξε στο χέρι
380αυτούς που ήταν απ᾽ όλους μας οι πιο παχιοί και τροφαντοί.
ΧΟΡ. Κακόμοιρε… ταλαίπωρε… Και πώς σας βρήκε το κακό;
ΟΔΥ. Σαν μπήκαμε στην στέγη του την πέτρινη από κάτω,
άναψε κείνος τη φωτιά, φαρδιά πλατιά σωριάζοντας
κορμούς ψηλής βαλανιδιάς στο παραγώνι το πλατύ
385—βάρος που δεν το σήκωνες ούτε με τρία κάρα—
392κι έβαλε πάνω στη φωτιά θεόρατο καζάνι.
386Ύστερα έπιασε κι έστρωσε από έλατο κλαράκια
κατάχαμα, πλάι στη φωτιά, για στρωματσάδα κι ύπνο.
Άρμεξε τα γελάδια του και γέμισε άσπρο γάλα
καρδάρα που θα χώραγε ίσαμε δέκα στάμνες,
390και στο τραπέζι απίθωσε γαβάθα από κισσόξυλο
391(τρεις πήχες, λέω, το φάρδος της, και τέσσερις το βάθος).
393Πήρε και σούβλες πρίνινες, καλά πελεκημένες
395καψαλισμένες στη φωτιά οι μυτερές τους άκρες.
Κι ως τα ᾽χεν όλα έτοιμα ο τρισκαταραμένος
του Κάτω Κόσμου ο μάγειρος, απ᾽ τους καλούς συντρόφους
δύο μου αρπάζει· τον πετσόκοψε μ᾽ αχόρταγο πελέκι
τον ένα, κι όμορφα όμορφα βαθιά μες στο καζάνι
(τί χάλκωμα πελώριο… για ποιά φριχτή θυσία!)
400τον έριξε, κι αμέσως τότε αδράχνοντας τον άλλο
απ᾽ το ποδάρι, τονε λιάνισε σε κοφτερό λιθάρι,
και τα μυαλά του εχύθηκαν· τις σάρκες του με λαίμαργο λεπίδι
τις εκομμάτιασε και να ψηθούν τις έβαλε στη φλόγα,
και μες στη χύτρα έριξε χέρια, πόδια, να βράσουν.
405Κι εγώ ο πολύπαθος, με δάκρυα να μου πλημμυρούν τα μάτια,
στεκόμουν πλάι στον Κύκλωπα και τον εδιακονούσα.
Οι σύντροφοί μου σαν πουλιά κουρνιάζαν μαζεμένοι,
κάτασπροι από τον φόβο τους, στου βράχου τις κρυψώνες.
Κι αφού κάποτε χόρτασε να τρώει τους συντρόφους,
έγειρε πίσω, ρεύτηκε
410—βαρύς εβρόντησ᾽ από τα λαρύγγια του ο αέρας.
Τότε μου μπήκε ιδέα δαιμόνια: γεμίζω μια γαβάθα
γλυκό κρασί ευωδιαστό, και για να πιει του δίνω,
λέγοντας: «Κύκλωπα, γιε του θαλασσινού θεού,
κοίταξε θεϊκό ποτό που σου χαρίζει η Ελλάδα,
415κρασάκι από τ᾽ αμπέλια της, χάρμα διονυσιακό.»
Ξέχειλος από το ξεδιάντροπο το φαγοπότι εκείνος
το καλοδέχτηκε, το τράβηξε κάτω δίχως ανάσα
κι όλο χαρά με παίνεψε: «Ξένε μου λατρεμένε,
ωραίο το ποτό που μου ᾽δωσες κι ωραίο κλείνει δείπνο.»
420Σαν το ᾽νιωσα πως τ᾽ άρεσε, δεύτερο του ᾽δωσα να πιει.
Το ᾽ξερα βέβαια: θα τονε φάει όπου να ᾽ναι το κρασί,
και θά ᾽ρθει η πληρωμή του.
Άρχισε τότε τα τραγούδια· του ᾽χυνα κι εγώ το ᾽να ποτήρι
πάνω στο άλλο, και του ζέσταινα καλά τα σωθικά του.
425Τραγούδαγε παράφωνα· οι υπόλοιποι βαριά μοιρολογούσαν,
κι αντιλαλούσεν η σπηλιά. Κι ωστόσο εγώ ξεγλίστρησα,
να σώσω το τομάρι μου — κι εσένανε, σαν θέλεις.
Πέστε λοιπόν: το θέλετε απ᾽ τον αντικοινωνικόν ετούτο
να γλιτώσετε, και του λοιπού να ζείτε
430στ᾽ ανάκτορο του Διόνυσου, μαζί με τις Νεράιδες;
Ο πατέρας σου εκεί μέσα (δείχνει προς τη σπηλιά) είναι σύμφωνος σε όλα·
μα είναι ωστόσο αδύναμος κι άπληστα κολλημένος
στο κρασοπότηρο· φτεροκοπάει, πουλάκι απελπισμένο
που πιάστηκε στο ξόβεργο.
Μα εσύ (μια κι είσαι νέος) κοίτα να σωθείς μαζί μου,
435στον παλιό σου να γυρίσεις φίλο, τον Διόνυσο,
που ᾽ναι η μέρα με τη νύχτα με τον Κύκλωπα ετούτον.
|