4. ΕΡΩΤΟΣ ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ [189a] ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Συνεχίζοντας την αφήγησή του ο Αριστόδημος είπε ότι, παίρνοντας διαδοχικά το λόγο ο Αριστοφάνης, είπε: «Πέρασε και πάει, αφού όμως πρώτα, σύμφωνα με τη συνταγή σου, του πρόσφερα φτάρνισμα· κι έτσι παραξενεύτηκα που η ευεξία του σώματος θέλει τέτοιους θορύβους και γαργαλίσματα, καληώρα το φτάρνισμα· γιατί στη στιγμή, κυριολεκτικά μόλις του έδωσα το αντίδοτο, μου πέρασε». Κι ο Ερυξίμαχος αποκρίθηκε: «Αριστοφάνη, καλέ μου, πρόσεχε τί πας να κάνεις. Τη στιγμή που παίρνεις το λόγο, το γυρίζεις στη γελοιοποίηση και μ᾽ αναγκάζεις ν᾽ αναλάβω [189b] την περιφρούρηση της ομιλίας σου, μήπως πεις καμιά σαχλαμάρα, την ώρα που είναι στο χέρι σου να μιλήσεις μ᾽ όλη σου την άνεση». Κι ο Αριστοφάνης γελώντας είπε: «Δίκιο έχεις, Ερυξίμαχε, και παίρνω πίσω τα όσα είπα. Αλλά μη μου κάνεις λογοκρισία, γιατί, αν εγώ φοβάμαι για κάτι, για όσα είναι να πω, δεν είναι μήπως πω κάτι που θα μας κάνει να γελάσουμε —γιατί αυτό θα ήταν κέρδος και η Μούσα μου θα ᾽νιωθε σα να βρίσκεται στο σπίτι της— αλλά μήπως πω σαχλαμάρες». «Αριστοφάνη, είπε ο Ερυξίμαχος, μου έριξες την πετριά και πας να γλιτώσεις απ᾽ τα χέρια μου, αλλά να ᾽σαι προσεχτικός κι όσο κρατήσει η ομιλία σου να ᾽χεις στο μυαλό σου ότι θα λογοδοτήσεις· [189c] δεν αποκλείεται όμως, αν το δω αλλιώς, να σ᾽ αφήσω ήσυχο». Κι είπε ο Αριστοφάνης: «Εγώ λοιπόν, Ερυξίμαχε, λέω να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ᾽ ό,τι αναπτύξατε εσύ κι ο Παυσανίας. Γιατί σχημάτισα την εντύπωση ότι οι άνθρωποι δεν αντιλήφτηκαν καθόλου, μα καθόλου, τη δύναμη του Έρωτα, γιατί, αν βέβαια την είχαν αντιληφτεί, θα ίδρυαν στη χάρη του τα μεγαλοπρεπέστερα λατρευτικά κέντρα και βωμούς και θα του τελούσαν τις πιο μεγάλες θυσίες, κι όχι όπως τώρα, που καμιά λατρεία δεν του αφιερώνεται, την ώρα που, αν ήταν κάτι να γίνει με απόλυτη προτεραιότητα, ήταν αυτό. Γιατί, περισσότερο από κάθε άλλο θεό, [189d] τρέφει τα πιο φιλάνθρωπα αισθήματα, καθώς παραστέκεται στον άνθρωπο και γιατρεύει όλα εκείνα, που με τη γιατρειά τους θα μπορούσε το ανθρώπινο γένος να χαρεί την πιο μεγάλη ευτυχία. Λοιπόν, εγώ θα βάλω τα δυνατά μου να σας εκθέσω τη δύναμή του, κι εσείς με τη σειρά σας θα τη διδάξετε στους άλλους. Αλλά πρώτα πρέπει να μάθετε ποιά είναι η φύση του ανθρώπου και τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του. Τον παλιότερο καιρό η ανθρώπινη φύση δεν ήταν όμοια με τη σημερινή, αλλά διαφορετική. Όταν δηλαδή πρωτοφάνηκαν στη γη τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, όχι δυο (όπως τώρα, αρσενικό και θηλυκό), [189e] αλλά εκτός απ᾽ αυτά υπήρχε κι ένα τρίτο, που μέσα του είχε τα δυο άλλα ενωμένα· σήμερα κρατούμε τ᾽ όνομά του, το ίδιο όμως χάθηκε· τότε λοιπόν υπήρχε και φύλο με ξεχωριστή μορφή και όνομα, το αρσενικοθήλυκο, που το συναποτελούσαν και τα δυο, και το αρσενικό και το θηλυκό· τώρα απόμεινε μόνο το όνομα, που το τυλίγει η ντροπή. Που λες, το παρουσιαστικό τού κάθε τέτοιου ανθρώπου ήταν στρογγυλό· η ράχη σχημάτιζε περιφέρεια, το ίδιο και η μέση· χέρια τέσσερα, σκέλη όσα και τα χέρια και δυο πρόσωπα [190a] πάνω σε σβέρκο κυλινδρικό, το ᾽να ολόιδιο με τ᾽ άλλο· πάνω απ᾽ αυτά τα δυο πρόσωπα, που το καθένα τους αντίκριζε το αντίθετο σημείο του ορίζοντα, είχε ένα κεφάλι με τέσσερα αυτιά· είχε δυο γεννητικά όργανα κι όλα τα υπόλοιπα ανάλογα και όπως θα μπορούσε κανείς να τα φανταστεί σύμφωνα με τα παραπάνω. Μπορούσε να μετακινείται και όρθιο, προς όποια διεύθυνση ήθελε, όπως και σήμερα· όποτε όμως του ερχόταν να τρέξει γρήγορα —έχετε δει σαλτιμπάγκους να στριφογυρίζουν και να κάνουν ακροβατικά με τα πόδια όρθια επάνω; έτσι ακριβώς, μια και τότε είχε οχτώ άκρα, στηριζόταν σ᾽ αυτά και μετακινιόταν γρήγορα, σαν τροχός. Τώρα, ποιός ο λόγος που τα ανθρώπινα φύλα [190b] ήταν τρία και τέτοιας λογής; Επειδή στην αρχή το αρσενικό ήταν βλαστάρι του ήλιου, το θηλυκό της γης κι εκείνο που τα ᾽χε ενωμένα μέσα του και τα δυο ήταν της σελήνης, γιατί και η σελήνη έχει πάρει κι απ᾽ τα δυο αυτά ουράνια σώματα· κι έτσι και το παρουσιαστικό και το βάδισμά τους ήταν κυκλικά, έπρεπε να μοιάζουν τα γονικά τους. Έτσι είχαν φοβερή δύναμη και ρώμη, τόσο που τα μυαλά τους πήραν αέρα και τα έβαλαν με τους θεούς· και τα όσα λέει ο Όμηρος για τον Εφιάλτη και τον Ώτο —που βάλθηκαν δηλαδή να σκαρφαλώσουν στον ουρανό [190c] για να πέσουν πάνω στους θεούς— τα λέει για κείνους. Τότε ο Δίας και οι άλλοι θεοί συσκέπτονταν πώς να τα βγάλουν πέρα μ᾽ αυτούς και λύση δεν έβρισκαν· γιατί δεν τους καλοφαινόταν ούτε να τους σκοτώσουν και κεραυνοβολώντας τους —όπως πρωτύτερα τους Γίγαντες— να τους αφανίσουν από το πρόσωπο της γης (γιατί τότε ποιός θα τους πρόσφερε λατρεία και θυσίες;) ούτε να τους αφήσουν στ᾽ αθεόφοβα καμώματά τους.
|