Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Περικλῆς (16.1-16.9)


[16.1] Καίτοι τὴν δύναμιν αὐτοῦ σαφῶς μὲν ὁ Θουκυδίδης διηγεῖται, κακοήθως δὲ παρεμφαίνουσιν οἱ κωμικοί, Πεισιστρατίδας μὲν νέους τοὺς περὶ αὐτὸν ἑταίρους καλοῦντες, αὐτὸν δ᾽ ἀπομόσαι μὴ τυραννήσειν κελεύοντες, ὡς ἀσυμμέτρου πρὸς δημοκρατίαν καὶ βαρυτέρας περὶ αὐτὸν οὔσης ὑπεροχῆς. [16.2] ὁ δὲ Τηλεκλείδης παραδεδωκέναι φησὶν αὐτῷ τοὺς Ἀθηναίους
πόλεών τε φόρους αὐτάς τε πόλεις, τὰς μὲν δεῖν, τὰς δ᾽ ἀναλύειν,
λάινα τείχη, τὰ μὲν οἰκοδομεῖν τὰ δὲ τἄμπαλιν αὖ καταβάλλειν,
σπονδάς, δύναμιν, κράτος, εἰρήνην, πλοῦτόν τ᾽ εὐδαιμονίαν τε.
[16.3] καὶ ταῦτα καιρὸς οὐκ ἦν οὐδ᾽ ἀκμὴ καὶ χάρις ἀνθούσης ἐφ᾽ ὥρᾳ πολιτείας, ἀλλὰ τεσσαράκοντα μὲν ἔτη πρωτεύων ἐν Ἐφιάλταις καὶ Λεωκράταις καὶ Μυρωνίδαις καὶ Κίμωσι καὶ Τολμίδαις καὶ Θουκυδίδαις, μετὰ δὲ τὴν Θουκυδίδου κατάλυσιν καὶ τὸν ὀστρακισμὸν οὐκ ἐλάττω τῶν πεντεκαίδεκα ἐτῶν διηνεκῆ καὶ μίαν οὖσαν ἐν ταῖς ἐνιαυσίοις στρατηγίαις ἀρχὴν καὶ δυναστείαν κτησάμενος, ἐφύλαξεν ἑαυτὸν ἀνάλωτον ὑπὸ χρημάτων, καίπερ οὐ παντάπασιν ἀργῶς ἔχων πρὸς χρηματισμόν, ἀλλὰ τὸν πατρῷον καὶ δίκαιον πλοῦτον, ὡς μήτ᾽ ἀμελούμενος ἐκφύγοι μήτε πολλὰ πράγματα καὶ διατριβὰς ἀσχολουμένῳ παρέχοι, συνέταξεν εἰς οἰκονομίαν ἣν ᾤετο ῥᾴστην καὶ ἀκριβεστάτην εἶναι. [16.4] τοὺς γὰρ ἐπετείους καρποὺς ἅπαντας ἀθρόους ἐπίπρασκεν, εἶτα τῶν ἀναγκαίων ἕκαστον ἐξ ἀγορᾶς ὠνούμενος διῴκει τὸν βίον καὶ τὰ περὶ τὴν δίαιταν. [16.5] ὅθεν οὐχ ἡδὺς ἦν ἐνηλίκοις παισὶν οὐδὲ γυναιξὶ δαψιλὴς χορηγός, ἀλλ᾽ ἐμέμφοντο τὴν ἐφήμερον ταύτην καὶ συνηγμένην εἰς τὸ ἀκριβέστατον δαπάνην, οὐδενὸς οἷον ἐν οἰκίᾳ μεγάλῃ καὶ πράγμασιν ἀφθόνοις περιρρέοντος, ἀλλὰ παντὸς μὲν ἀναλώματος, παντὸς δὲ λήμματος δι᾽ ἀριθμοῦ καὶ μέτρου βαδίζοντος. [16.6] ὁ δὲ πᾶσαν αὐτοῦ τὴν τοιαύτην συνέχων ἀκρίβειαν εἷς ἦν οἰκέτης Εὐάγγελος, ὡς ἕτερος οὐδεὶς εὖ πεφυκὼς ἢ κατεσκευασμένος ὑπὸ τοῦ Περικλέους πρὸς οἰκονομίαν. [16.7] ἀπᾴδοντα μὲν οὖν ταῦτα τῆς Ἀναξαγόρου σοφίας, εἴγε καὶ τὴν οἰκίαν ἐκεῖνος ἐξέλιπε καὶ τὴν χώραν ἀνῆκεν ἀργὴν καὶ μηλόβοτον ὑπ᾽ ἐνθουσιασμοῦ καὶ μεγαλοφροσύνης· οὐ ταὐτὸν δ᾽ ἐστὶν οἶμαι θεωρητικοῦ φιλοσόφου καὶ πολιτικοῦ βίος, ἀλλ᾽ ὁ μὲν ἀνόργανον καὶ ἀπροσδεῆ τῆς ἐκτὸς ὕλης ἐπὶ τοῖς καλοῖς κινεῖ τὴν διάνοιαν, τῷ δ᾽ εἰς ἀνθρωπείας χρείας ἀναμειγνύντι τὴν ἀρετὴν ἔστιν οὗ γένοιτ᾽ ἂν οὐ τῶν ἀναγκαίων μόνον, ἀλλὰ καὶ τῶν καλῶν ὁ πλοῦτος, ὥσπερ ἦν καὶ Περικλεῖ, βοηθοῦντι πολλοῖς τῶν πενήτων. [16.8] καὶ μέντοι γε τὸν Ἀναξαγόραν αὐτὸν λέγουσιν ἀσχολουμένου Περικλέους ἀμελούμενον κεῖσθαι συγκεκαλυμμένον ἤδη γηραιὸν ἀποκαρτεροῦντα, προσπεσόντος δὲ τῷ Περικλεῖ τοῦ πράγματος, ἐκπλαγέντα θεῖν εὐθὺς ἐπὶ τὸν ἄνδρα καὶ δεῖσθαι πᾶσαν δέησιν, ὀλοφυρόμενον οὐκ ἐκεῖνον, ἀλλ᾽ ἑαυτόν, εἰ τοιοῦτον ἀπολεῖ τῆς πολιτείας σύμβουλον. [16.9] ἐκκαλυψάμενον οὖν τὸν Ἀναξαγόραν εἰπεῖν πρὸς αὐτόν· «ὦ Περίκλεις, καὶ οἱ τοῦ λύχνου χρείαν ἔχοντες ἔλαιον ἐπιχέουσιν».


Κατηγορίες των κωμικών. Παράπονα των οικείων
[16.1] Ο Θουκυδίδης διηγείται με ακρίβεια τη δύναμη του Περικλή, ενώ αντίθετα, οι κωμικοί ποιητές τη διαστρέφουν με κακοήθεια. Εκείνους που τον περιστοίχιζαν τους ονόμαζαν νέους Πεισιστρατίδες και ζητούσαν απ᾽ αυτόν να ορκιστεί ότι δε θα γίνει τύραννος, γιατί είχαν τη γνώμη πως η υπεροχή του ήταν ασυμβίβαστη προς τη δημοκρατία και περισσότερο πιεστική από όσο πρέπει. [16.2] Ο Τηλεκλείδης λέει πως οι Αθηναίοι του είχαν παραδώσει
«απ᾽ τις πόλεις τους φόρους, τις ίδιες τις πόλεις
να τις δένει ή να λύνει·
και πετρόχτιστα τείχη να χτίζει ή να ρίχνει,
σπονδές, δύναμη, κράτος, ειρήνη και πλούτο
και την κάθε ευτυχία».
[16.3] Και η απεριόριστη εξουσία του σε όλα αυτά δεν ήταν ένα πρόσκαιρο επεισόδιο, ούτε το ωρίμασμα και η άνθηση μιας περαστικής εποχής στην πολιτική του σταδιοδρομία. Επί σαράντα ολόκληρα χρόνια κράτησε τα πρωτεία ανάμεσα από άντρες, όπως ο Εφιάλτης, ο Λεωκράτης, ο Μυρωνίδης, ο Κίμων, ο Τολμίδης, ο Θουκυδίδης. Και μετά την πτώση και τον εξοστρακισμό του Θουκυδίδη, εξακολούθησε επί δεκαπέντε σχεδόν χρόνια συνέχεια, με την κάθε χρόνο εκλογή του, να κατέχει το μοναδικό αξίωμα του στρατηγού και τη δύναμή του. Διαφύλαξε όμως τον εαυτό του άτρωτο από τα χρήματα. Δεν αδιαφορούσε βέβαια για τα οικονομικά του συμφέροντα, αλλά την πατρική και νόμιμη περιουσία του τη διαχειρίστηκε με την πιο εύκολη και σωστή μέθοδο, ώστε ούτε από αμέλειά του να χαθεί ούτε όμως να του δημιουργεί πολλές φροντίδες και να τον καθυστερεί από τις δημόσιες ασχολίες του. [16.4] Τους καρπούς που μάζευε κάθε χρόνο από την ιδιοχτησία του τους πουλούσε όλους μαζί, και έπειτα προμηθευόταν από την αγορά καθετί που είχε ανάγκη· έτσι είχε κανονίσει τον τρόπο της ζωής του. [16.5] Αλλά ο τρόπος αυτός δεν ευχαριστούσε τα παιδιά του, που ήταν πια μεγάλα, ούτε τις γυναίκες του σπιτιού του. Έβλεπαν ότι ο Περικλής δεν ήταν ανοιχτοχέρης και είχαν παράπονο για τον καθημερινό περιορισμό της δαπάνης στα απολύτως αναγκαία και γιατί τίποτε δεν μπορούσε να χαθεί σε κάτι περιττό, όπως γίνεται στα μεγάλα σπίτια, όπου υπάρχει αφθονία σε όλα. Στο δικό τους σπίτι κάθε έξοδο και κάθε έσοδο βάδιζαν με αριθμό και με μέτρο. [16.6] Εκείνος που τα κανόνιζε όλα με τέτοιαν ακρίβεια ήταν ένας υπηρέτης του, ο Ευάγγελος, από τη φύση έτσι πλασμένος όσο κανένας άλλος ή από τον Περικλή καμωμένος για οικονομία.
[16.7] Αυτά βέβαια δεν ταίριαζαν με τη σοφία του Αναξαγόρα, αφού αυτός και το σπίτι του το παράτησε και τα χωράφια του τα άφησε ακαλλιέργητα για να βόσκουν τα ζώα, παρακινημένος από ενθουσιασμό και μεγαλοφροσύνη. Δεν είναι όμως το ίδιο, νομίζω, ο βίος ενός θεωρητικού φιλοσόφου και ενός πολιτικού. Ο φιλόσοφος στρέφει στα ωραία το νου του, χωρίς να χρησιμοποιεί υλικά μέσα και χωρίς να έχει ανάγκη από την ύλη που τον περιβάλλει, ενώ για τον πολιτικό, που εφαρμόζει την αρετή του για να εξυπηρετήσει τις ανθρώπινες ανάγκες, ο πλούτος κάποτε δεν είναι μόνο ένα από τα απαραίτητα για τη ζωή του, αλλά και ένα από τα μέσα εφαρμογής του καλού, όπως ήταν για τον Περικλή, που βοηθούσε πολλούς φτωχούς. [16.8] Αυτό έκαμε και για τον ίδιο τον Αναξαγόρα. Λένε ότι ο φιλόσοφος που τον είχε παραμελήσει ο Περικλής από τις πολλές ασχολίες του, έπεσε κατάκοιτος, γέρος πια, είχε σκεπάσει το κεφάλι του και αφέθηκε καρτερικά να πεθάνει. Όταν το έμαθε ο Περικλής ταράχτηκε και έτρεξε αμέσως στο φιλόσοφο, τον παρακαλούσε και τον ικέτευε, θρηνώντας όχι εκείνον παρά τον εαυτό του, αν χάσει τέτοιο σύμβουλο της πολιτείας. [16.9] Τότε ο Αναξαγόρας ξεσκέπασε το κεφάλι του και του είπε: «Περικλή, όσοι χρειάζονται το λυχνάρι, δεν το αφήνουν χωρίς λάδι».