Είπε και τον ετάραξε στα βάθη της καρδίας,
805κι έγυρ᾽ ευθύς σπουδακτικά οπίσω στον Πηλείδην.
Και ότ᾽ είχε φθάσει ο Πάτροκλος στα πλοία του Οδυσσέως
στο μέρος όπου εδίκαζαν κι εκάμναν τας συνόδους
και των θεών είχαν βωμούς ολόγυρα κτισμένους,
εμπρός του ήλθ᾽ ο Ευρύπυλος, λαμπρός Ευαιμονίδης,
810που ερχόνταν απ᾽ τον πόλεμον τρεκλός απ᾽ την πληγήν του,
που είχε λάβει εις το μερί· κι εκείθε μαύρον αίμα
έβγαινε κι ίδρωτας πολύς του ενότιζε τες πλάτες,
αλλ᾽ είχε ακόμη την ψυχήν ασάλευτην στα στήθη.
Άμα τον είδ᾽ ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,
815με πόνον τον προσφώνησεν: «Έτσι, ω δυστυχισμένοι,
των Δαναών ω αρχηγοί, και πρώτοι πολεμάρχοι,
τους σκύλους να χορτάσετε σας έμελλε στην Τροίαν,
μακράν απ᾽ την πατρίδα σας κι από τους ποθητούς σας;
Αλλά ειπέ μου, Ευρύπυλε, διόθρεπτε ήρωά μου,
820οι Αχαιοί στου Έκτορος την άμετρην ανδρείαν
θ᾽ αντισταθούν ή θα χαθούν στην λόγχην του αποκάτω;»
Και ο συνετός Ευρύπυλος: «Ω Πάτροκλε γενναίε,
προπύργιον των Αχαιών οϊμέ δεν είναι πλέον,
αλλά στα μαύρα πλοία τους ογρήγορα θα πέσουν.
825Κείτονται στα καράβια τους οι πρώτοι πολεμάρχοι
απ᾽ τα πολλά λαβώματα που επήραν εις την μάχην
και πάντοτε σφοδρότερη γίνετ᾽ η ορμή των Τρώων.
Αλλά στο πλοίον φέρε με να σώσεις την ζωήν μου,
τ᾽ ακόντι βγάλε απ᾽ το μερί, νίψε το μαύρον αίμα
830με χλιό νερό, και χρίσε το με τα γλυκά βοτάνια,
που από τον δικαιότατον στο γένος των Κενταύρων,
τον Χείρονα έμαθ᾽ ο Αχιλλεύς κι εδίδαξε και σένα·
ότι απ᾽ τους δυο μας ιατρούς, λαβώθηκε ο Μαχάων,
κι εις τες σκηνές μας κείτεται, κι έχει και αυτός ανάγκην
835από εξαίσιον ιατρόν, και ο άλλος με τους Τρώας
κτυπιέται, ο Ποδαλείριος, ακλόνητος στην μάχην».
Του απάντησεν ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου:
«Αχ! τι θα γίνει, Ευρύπυλε; Και αν είμαι κινημένος
προς τον Πηλείδην να του ειπώ τι μόχει παραγγείλει
840ο Νέστωρ ο Γερήνιος, των Αχαιών σωτήρας,
αφού σε βλέπω εις κίνδυνον, εγώ δεν θα σ᾽ αφήσω».
Είπε και μέσα στην σκηνήν αγκαλιαστά τον πήρε·
και εις το τομάρι, που άπλωσεν ο ακόλουθος, τον στρώνει.
Με το μαχαίρι απ᾽ το μερί το πικρό βέλος βγάζει,
845απ᾽ την πληγήν με χλιό νερό πλύνει το μαύρον αίμα,
ρίζαν του έβαλε πικρήν, που πρώτα με τα χέρια
εμάλαξε, παυσίπονην, που του έπαυσε τους πόνους
όλους, κι εστέγνωσε η πληγή, κι εστάθηκε το αίμα.
|