ΧΑΡΟΝΤΑΣ [21] Ελάτε λοιπόν, πληρώστε μου πρώτα τα ναύλα. Δώσε κι εσύ. Τα μάζεψα ήδη από όλους. Δώσε κι εσύ τον οβολό, Μίκυλλε. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Ασφαλώς αστειεύεσαι, Χάροντα, ή γράφεις πάνω στο νερό, που λένε, περιμένοντας να πάρεις οβολό από τον Μίκυλλο. Και πρώτα απ᾽ όλα εγώ ούτε καν ξέρω αν ο οβολός είναι κάτι τετράγωνο ή στρόγγυλο. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Τί ωραίο και κερδοφόρο ταξίδι που κάναμε σήμερα! Αποβιβαστείτε όμως· κι εγώ θα πάω να φέρω τα άλογα και τα βόδια και τα υπόλοιπα ζώα· γιατί κι εκείνα πρέπει πια να περάσουν απέναντι. ΚΛΩΘΩ Παράλαβέ τους, Ερμή, και οδήγησέ τους. Κι εγώ η ίδια θα επιστρέψω με το καράβι απέναντι, για να οδηγήσω εδώ τον Ινδοπάτη και τον Ηραμίθρη, τους Κινέζους, μια και αλληλοσκοτώθηκαν μεταξύ τους σε σύγκρουση για τα σύνορα της περιοχής τους. ΕΡΜΗΣ Ας προχωρήσουμε, φίλοι μου· ή καλύτερα ακολουθήστε με όλοι με τη σειρά. ΜΙΚΥΛΛΟΣ [22] Ηρακλή μου, τί πυκνό σκοτάδι! Πού είναι τώρα ο ωραίος Μέγιλλος; Ή πώς θα διακρίνει κανείς εδώ αν είναι ωραιότερη από τη Φρύνη η Σιμίχη; Όλα είναι ίσα και ομοιόχρωμα, και τίποτε δεν είναι ούτε ωραίο ούτε ωραιότερο, αλλά ήδη και το τριμμένο πανωφόρι μου, που πρωτύτερα μου φαινόταν άσχημο, τώρα έγινε ισάξιο με το πορφυρό ένδυμα του βασιλιά· γιατί και τα δύο είναι δυσδιάκριτα και βυθισμένα στο ίδιο σκοτάδι. Κι εσύ, Κυνίσκε, πού στο καλό βρίσκεσαι; ΚΥΝΙΣΚΟΣ Εδώ λέω πως είμαι, Μίκυλλε. Αν θέλεις, ας περπατήσουμε παρέα. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Καλά λες· δώσε μου το χέρι σου. Γιά πες μου —ασφαλώς θα έχεις μυηθεί, Κυνίσκε, στα Ελευσίνια—, δεν σου φαίνονται αυτά εδωπέρα όμοια με εκείνα; ΚΥΝΙΣΚΟΣ Καλά λες. Νά λοιπόν που πλησιάζει κάποια κρατώντας δάδα, και μας κοιτάζει με ένα βλέμμα τρομακτικό και απειλητικό. Λες τάχα να είναι καμιά Ερινύα; ΜΙΚΥΛΛΟΣ Έτσι μοιάζει, από την εμφάνισή της τουλάχιστον.
|