Σ᾽ αυτήν αντείπε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας:
545«Ήρα, μη ελπίσεις όλους μου τους στοχασμούς να μάθεις,
δεν θα τους έβρεις εύκολα, και ας είσαι ομόκλινή μου,
αλλ᾽ ό,τι αρμόζει ν᾽ ακουσθεί κανείς δεν θα γνωρίσει
ή των θεών ή των θνητών, πριν συ το μάθεις πρώτα·
αλλ᾽ ό,τι εγώ ανάμερα των αθανάτων θέλω
550να στοχασθώ, μη το ερωτάς, μη θέλεις να εξετάζεις».
Και η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν, η Ήρα:
«Οποίον λόγον πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη;
Έχω καιρόν π᾽ ούτε ρωτώ, ούτ᾽ εξετάζω πλέον,
αλλ᾽ όσα θέλεις, ήσυχος ο νους σου κρίνει μόνος·
555αλλά φοβούμαι τώρα μη του γέρου της θαλάσσης
η κόρη σε ξεπλάνεσε, ότι πρωί την είδα
σιμά σου εκεί τα γόνατα κλιτή να σου αγκαλιάζει,
και θα της έστερξες τιμήν να δώσεις του Αχιλλέως
και ν᾽ αφανίσεις Αχαιούς πολλούς εκεί στα πλοία».
560Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Στιγμή δεν παύεις, ω κακή, να με παραμονεύεις·
αλλά δεν βγάζεις τίποτε και πλέον μισητή μου
θα γίνεις και θα λυπηθείς χειρότερα· κι αν είναι
το πράγμα ως έλεγες, θα πει που αυτό σ᾽ εμένα αρέσει.
565Αλλά κάθου και σώπαινε, στον λόγον μου υποτάξου,
δεν θα σε σώσουν, πίστευσε, όλ᾽ οι θεοί του Ολύμπου,
αν τούτ᾽ απλώσω εγώ σ᾽ εσέ τ᾽ ανίκητά μου χέρια».
Είπε και η μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν η Ήρα
και την καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη εβουβάθη·
570κι όλ᾽ οι θεοί λυπήθηκαν στο δώμα του Κρονίδη·
τότε βοηθός εις την γλυκιά μητέρα του την Ήραν
ο Ήφαιστος, ο ένδοξος τεχνίτης, σ᾽ όλους είπε:
«Κακό θα είναι αβάστακτο τωόντι σεις οι δύο
να ερίζετε για τους θνητούς και μες στους αθανάτους
575να οχλοβοείτε φοβερά· και της καλής τραπέζης
όλ᾽ η ευφροσύνη εχάθηκεν, αφού νικάν τ᾽ αχρεία,
και της μητρός μου θα ᾽λεγα, που το εννοεί και μόνη,
εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν
θυμώσει και την τράπεζαν μας βάλει επάνω-κάτω·
580να θέλει μας κατρακυλά απ᾽ το θρονί μας όλους
ο Βροντητής, στην δύναμιν περίσσι᾽ ανώτερός μας.
Αλλά με λόγια μαλακά να τον καταπραΰνεις
κι ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ᾽ εμάς θα γίνει».
Είπ᾽, επετάχθη κι έβαλε το δίκουπο ποτήρι
585στο χέρι της αγαπητής μητρός του και της είπε:
«Υπόμεινε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη,
μήπως εμπρός στα μάτια μου δαρθείς, γλυκιά μητέρα·
και τότε δεν θα δυνηθώ ποσώς να σε βοηθήσω
ο θλιβερός· αντίσταση δεν έχει ο Βροντοφόρος·
590άλλη φορά το ετόλμησα, και αυτός από τον πόδα
μ᾽ έπιασε και μ᾽ απόλυσε του Ολύμπου απ᾽ το κατώφλι.
Ολημερίς εγύριζα, και ο ήλιος είχε δύσει
όταν στην Λήμνον έπεσα κοντά να βγει η ψυχή μου·
και άνθρωποι Σίντιες εκεί με περιποιηθήκαν».
595Και χαμογέλασε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα
και απ᾽ το παιδί της έλαβε γελώντας το ποτήρι
και γλυκό νέκταρ παίρνοντας απ᾽ τον κρατήρα εκείνος
δεξιά κερνούσε ολόγυρα τους άλλους αθανάτους·
τότε οι μακάριοι θεοί τα γέλια δεν κρατούσαν
600να βλέπουν κει τον Ήφαιστον να υπηρετεί στο δώμα·
αυτού ετρώγαν κι έπιναν ολήμερα ως το δείλι,
κι όλες χαρήκαν οι καρδιές το ισόμοιρο τραπέζι,
του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες
ως έψαλναν καλόφωνα με την σειράν τους όλες·
605κι άμα του ήλιου βύθισε το φως καθείς επήγε
να κοιμηθεί στο δώμα του, που ο ξακουστός τεχνίτης
του εποίησεν ο Ήφαιστος με την σοφήν του γνώση.
Εκίνησε και ο βροντητής Ολύμπιος κι ανέβη
στην κλίνην που αναπαύονταν όσες φορές ο ύπνος
610τον εκυρίευε ο γλυκός· αυτού κοιμήθη ο Δίας
και η χρυσόθρονη θεά, η Ήρα στο πλευρό του.
|