ΧΡΕ. (μπαίνοντας)
Το να σας πω: «γεια και χαρά, πατριώτες»,
είναι παλιό χαιρέτισμα, μπαγιάτικο!
Να σας φιλήσω θέλω, που ᾽ρθατ᾽ έτσι
πρόθυμα και με τάξη και βιασύνη.
Παρακαλώ, σταθείτε μου και σ᾽ όλα
συμπαραστάτες, του θεού σωτήρες.
ΧΟΡ. Έννοια σου κι Άρης θα με ιδείς να γίνω!
Θα ᾽τανε φοβερό για τρεις δεκάρες
να σπρώχνομαι να μπω στη λαοσύναξη330
και ν᾽ αφήσω τον Πλούτο να μου πάρουν.
ΧΡΕ. Νά τα μας! Βλέπω να ᾽ρχεται ο Βλεψίδημος
τρεχάλα, κάτι θ᾽ άκουσε, μου φαίνεται.
ΒΛΕΨΙΔΗΜΟΣ
Ξηγήστε μου το πράμα. Πώς και πούθες
επλούτηνε ο Χρεμύλος ξαφνικά;
Απίστευτο! Κι ωστόσο στα μπαρμπέρικα
πολλή κουβέντα, μά τον Ηρακλέα,
γινότανε, πως ξάφνου παραπλούτηνε.
Κι είναι πολύ παράξενο να στέλνει340
τους φίλους να καλεί στην ευτυχία του.
Τα τέτοια η χώρα δεν τα συνηθάει.
ΧΡΕ. Όλα θα σου τα πω, μά τους θεούς,
και δε θα κρύψω τίποτα, Βλεψίδημε.
Καλύτερ᾽ από χτες πάνε τα πράγματα,
μπορείς να λάβεις μερτικό, είσαι φίλος.
ΒΛΕ. Αληθινά, όπως λένε, πλούσιος έγινες;
ΧΡΕ. Θα γίνω σε λιγάκι, αν θέλει ο θεός·
υπάρχει, υπάρχει κίντυνος ακόμα.
ΒΛΕ. Ποιός κίντυνος; ΧΡΕ. Νά… ΒΛΕ. Λέγε, δε βαστάω!
ΧΡΕ. Αν πετύχουμε, τότες όξω φτώχεια350
παντοτινά· κι αν όχι, πάει χαθήκαμε!
ΒΛΕ. Σαν ύποπτη μου φαίνεται η δουλειά
και δε μου αρέσει· να παραπλουταίνεις
ξαφνικά κι απ᾽ την άλλη να φοβάσαι!
Κάποια βρομοδουλειά θα ᾽χεις σκαρώσει.
ΧΡΕ. Γιατί βρομοδουλειά; ΒΛΕ. Ναι, μά το Δία,
θα ᾽κλεψες το χρυσάφι και τ᾽ ασήμι
της εκκλησιάς και τώρα μετανιώνεις.
ΧΡΕ. Ο θεός φυλάξοι! Τέτοιο πράμα εγώ!
ΒΛΕ. Πάψε τα λόγια, βλάμη, και το ξέρω.360
ΧΡΕ. Για μένα τέτοιες υποψίες μην έχεις!
|