ΚΟΡ. Πώς κοιμάται ακόμα μέσα στην ψυχή μας ο θυμός
που ξυπνά μόλις μας γγίξει κάποιος τη σφηκοφωλιά;
ΧΟΡ. Το κεντρί μας, το κεντρί,
το πικρό, το σουβλερό,
μπρος, ολόρθο να στηθεί.
ΚΟΡ. Πάρτ᾽ εσείς, παιδιά μας, τούτους τους μαντύες και τρέξτ᾽ ευθύς.
είδηση στον Κλέωνα δώστε· βάλτε τις φωνές κι εμπρός!
410ΧΟΡ. Στη στιγμή να τρέξει εδώ,
να χτυπήσει έναν κακό,
που την πόλη μας μισεί
και προτείνει —α να χαθεί!—
πια να μη δικάζουμε.
Τα παιδιά παίρνουν τα ρούχα που έβγαλαν τα μέλη του Χορού και φεύγουν βιαστικά.
ΒΔΕ., που έχει κατεβεί στο αναμεταξύ από το δώμα.
Φίλοι, ακούστε τί συμβαίνει· πάψτε τις φωνές αυτές.
ΚΟΡ. Ώς τον ουρανό η φωνή μας. ΒΔΕ. Δε θα τον αφήσω αυτόν.
ΚΟΡ. Φοβερό! Επιβάλλει, ορίστε, καθεστώς τυραννικό.
ΧΟΡ. Ω πολιτεία κι ω Θέωρε, εχθρέ των θεών,
κι άλλοι του δήμου προστάτες γαλίφηδες, ω!
420ΞΑΝ. Έχουν και κεντρί, αχ αφέντη! Δεν το βλέπεις; Συφορά.
ΒΔΕ. Απ᾽ αυτά πήγε χαμένος του Γοργία ο Φίλιππος.
ΚΟΡ. Θα χαθείς απ᾽ τα ίδια κι ο ίδιος· μέτωπο όλοι κατά δω!
Τα κεντριά σας τεντωμένα, και ριχτείτε απάνω του,
φάλαγγα πυκνή, με τάξη, μ᾽ άγριο στην ψυχή θυμό,
για να μάθει τί είδους σμάρι πήγε κι ανατάραξε.
ΞΑΝ. Τί; Σε πόλεμο θα μπούμε; Φοβερό, μά το θεό·
τα κεντριά τους αντικρίζω, αχ, και τρέμω ολάκερος.
ΧΟΡ., στο Βδελυκλέωνα.
Άσε το γέρο, ειδεμή, σου το λέω, θα φωνάξεις σε λίγο:
«Ευτυχισμένες χελώνες, που τέτοιο φοράτε καβούκι!»
430ΦΙΛ. Μπρος, αράθυμές μου σφήκες, δικαστές συνάδελφοι!
Άλλοι μες στα πισινά τους φτερουγίστε με θυμό
κι άλλοι δίνετε στα μάτια και στα δάχτυλα κεντιές.
Πολεμά να ξεφύγει· ο Βδελυκλέωνας φωνάζει σε βοήθεια
και άλλους δούλους που είναι μέσα στο σπίτι.
ΒΔΕ. Μίδα, Φρύγα, Μασυντία, δούλοι μου, βοηθάτε δω·
πιάστε τον· κανείς το γέρο μη σας πάρει· προσοχή!
Ειδεμή, στις αλυσίδες θα σας βάλω, νηστικούς.
Στο Χορό.
Κούφιο σούσουρο από φύλλα· κι άλλες τ᾽ άκουσα φορές.
Μπαίνει στο σπίτι.
ΚΟΡ., στον Ξανθία.
Αν δεν τον αφήσεις, κάτι στο κορμί σου θα μπηχτεί.
ΦΙΛ., προσπαθώντας να ξεφύγει από τα χέρια των δούλων.
Κέκροπα, ήρωα, βασιλιά μου και δρακοντοπόδη εσύ,
το βαστά η καρδιά σου να είμαι σκλάβος τέτοιων βαρβάρων,
440που τους έμαθα να χύνουν εγώ δάκρυα ποταμούς;
ΚΟΡ. Αχ τι συμφορές που βρίσκουν τα καημένα γερατειά!
Τον αφέντη τους κοιτάξτε πώς τσακώνουν τον παλιό
τούτοι οι δούλοι με το ζόρι· δε θυμούνται τί σκουτιά
τους αγόραζε, τί σκούφιες σκυλοτομαρίσιες, τί
κάπες· ως και για παπούτσια το χειμώνα φρόντιζε,
να μην τουρτουρίζουν· κι ούτε μια σταλιά στα μάτια τους
καν ντροπή για τα παλιά τους κείνα συρτοπάπουτσα.
ΦΙΛ., σ᾽ έναν από τους δούλους που τον κρατούν.
Ούτε τώρα δε μ᾽ αφήνεις, βρε παλιοζωντόβολο;
Δε θυμάσαι που σταφύλια μου ᾽χες κλέψει μια φορά
450και στο λιόδεντρο στημένον σ᾽ άργασα όμορφα όμορφα,
που να σε ζηλεύει ο κόσμος; Κοίταξε τί αχάριστος!
Άσε με πριν νά᾽ βγει ο γιος μου. Μπρος! Κι εσύ, μωρέ, κι εσύ.
ΚΟΡ. Δε θ᾽ αργήσετε κι οι δυο σας λόγο να μας δώσετε
για τον τρόπο σας· θα δείτε σαν τί γέροι είμαστ᾽ εμείς·
τιμωροί κι αψιοί και με όψη καυτερή σαν πιπεριά.
Ο Βδελυκλέωνας ξαναβγαίνει από το σπίτι του μ᾽ ένα ραβδί
και μ᾽ έναν αναμμένο δαυλό· δίνει το ραβδί στον Ξανθία
και το δαυλό σ᾽ έναν άλλο δούλο.
ΒΔΕ. Χτύπα, βρε Ξανθία, τις σφήκες· διώξ᾽ τους απ᾽ το σπίτι· μπρος!
ΞΑΝ. Τί άλλο κάνω;
ΒΔΕ., στον άλλο δούλο.
Κι εσύ ζώσ᾽ τους, πνίξ᾽ τους μέσα στον καπνό.
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ
Τσακιστείτε, γκρεμιστείτε! ΒΔΕ. Δυνατά με το ραβδί!
Κι εσύ, σβέλτα το δαδί σου, να μας γίνουν καπνιστοί.
Οι γέροι αναγκάζονται να υποχωρήσουν.
460ΞΑΝ. Τελοσπάντων· βέβαιος ήμουν πως θα τους σκορπούσαμε.
|