Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (2.5.31-2.5.42)

[2.5.31] Ἐπεὶ δὲ ἦσαν ἐπὶ θύραις ταῖς Τισσαφέρνους, οἱ μὲν στρατηγοὶ παρεκλήθησαν εἴσω, Πρόξενος Βοιώτιος, Μένων Θετταλός, Ἀγίας Ἀρκάς, Κλέαρχος Λάκων, Σωκράτης Ἀχαιός· οἱ δὲ λοχαγοὶ ἐπὶ ταῖς θύραις ἔμενον. [2.5.32] οὐ πολλῷ δὲ ὕστερον ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ σημείου οἵ τ᾽ ἔνδον ξυνελαμβάνοντο καὶ οἱ ἔξω κατεκόπησαν. μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων τινὲς ἱππέων διὰ τοῦ πεδίου ἐλαύνοντες ᾧτινι ἐντυγχάνοιεν Ἕλληνι ἢ δούλῳ ἢ ἐλευθέρῳ πάντας ἔκτεινον. [2.5.33] οἱ δὲ Ἕλληνες τήν τε ἱππασίαν ἐθαύμαζον ἐκ τοῦ στρατοπέδου ὁρῶντες καὶ ὅ τι ἐποίουν ἠμφεγνόουν, πρὶν Νίκαρχος Ἀρκὰς ἧκε φεύγων τετρωμένος εἰς τὴν γαστέρα καὶ τὰ ἔντερα ἐν ταῖς χερσὶν ἔχων, καὶ εἶπε πάντα τὰ γεγενημένα. [2.5.34] ἐκ τούτου δὴ οἱ Ἕλληνες ἔθεον ἐπὶ τὰ ὅπλα πάντες ἐκπεπληγμένοι καὶ νομίζοντες αὐτίκα ἥξειν αὐτοὺς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον.
[2.5.35] Οἱ δὲ πάντες μὲν οὐκ ἦλθον, Ἀριαῖος δὲ καὶ Ἀρτάοζος καὶ Μιθραδάτης, οἳ ἦσαν Κύρῳ πιστότατοι· ὁ δὲ τῶν Ἑλλήνων ἑρμηνεὺς ἔφη καὶ τὸν Τισσαφέρνους ἀδελφὸν σὺν αὐτοῖς ὁρᾶν καὶ γιγνώσκειν· ξυνηκολούθουν δὲ καὶ ἄλλοι Περσῶν τεθωρακισμένοι εἰς τριακοσίους. [2.5.36] οὗτοι ἐπεὶ ἐγγὺς ἦσαν, προσελθεῖν ἐκέλευον εἴ τις εἴη τῶν Ἑλλήνων στρατηγὸς ἢ λοχαγός, ἵνα ἀπαγγείλωσι τὰ παρὰ βασιλέως. [2.5.37] μετὰ ταῦτα ἐξῆλθον φυλαττόμενοι τῶν Ἑλλήνων στρατηγοὶ μὲν Κλεάνωρ Ὀρχομένιος καὶ Σοφαίνετος Στυμφάλιος, ξὺν αὐτοῖς δὲ Ξενοφῶν Ἀθηναῖος, ὅπως μάθοι τὰ περὶ Προξένου· Χειρίσοφος δὲ ἐτύγχανεν ἀπὼν ἐν κώμῃ τινὶ ξὺν ἄλλοις ἐπισιτιζομένοις. [2.5.38] ἐπειδὴ δὲ ἔστησαν εἰς ἐπήκοον, εἶπεν Ἀριαῖος τάδε. Κλέαρχος μέν, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες, ἐπεὶ ἐπιορκῶν τε ἐφάνη καὶ τὰς σπονδὰς λύων, ἔχει τὴν δίκην καὶ τέθνηκε, Πρόξενος δὲ καὶ Μένων, ὅτι κατήγγειλαν αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλήν, ἐν μεγάλῃ τιμῇ εἰσιν. ὑμᾶς δὲ βασιλεὺς τὰ ὅπλα ἀπαιτεῖ· αὑτοῦ γὰρ εἶναί φησιν, ἐπείπερ Κύρου ἦσαν τοῦ ἐκείνου δούλου. [2.5.39] πρὸς ταῦτα ἀπεκρίναντο οἱ Ἕλληνες, ἔλεγε δὲ Κλεάνωρ ὁ Ὀρχομένιος· Ὦ κάκιστε ἀνθρώπων Ἀριαῖε καὶ οἱ ἄλλοι ὅσοι ἦτε Κύρου φίλοι, οὐκ αἰσχύνεσθε οὔτε θεοὺς οὔτ᾽ ἀνθρώπους, οἵτινες ὀμόσαντες ἡμῖν τοὺς αὐτοὺς φίλους καὶ ἐχθροὺς νομιεῖν, προδόντες ἡμᾶς σὺν Τισσαφέρνει τῷ ἀθεωτάτῳ τε καὶ πανουργοτάτῳ τούς τε ἄνδρας αὐτοὺς οἷς ὤμνυτε ἀπολωλέκατε καὶ τοὺς ἄλλους ἡμᾶς προδεδωκότες ξὺν τοῖς πολεμίοις ἐφ᾽ ἡμᾶς ἔρχεσθε; [2.5.40] ὁ δὲ Ἀριαῖος εἶπε· Κλέαρχος γὰρ πρόσθεν ἐπιβουλεύων φανερὸς ἐγένετο Τισσαφέρνει τε καὶ Ὀρόντᾳ, καὶ πᾶσιν ἡμῖν τοῖς ξὺν τούτοις. ἐπὶ τούτοις Ξενοφῶν τάδε εἶπε. [2.5.41] Κλέαρχος μὲν τοίνυν εἰ παρὰ τοὺς ὅρκους ἔλυε τὰς σπονδάς, τὴν δίκην ἔχει· δίκαιον γὰρ ἀπόλλυσθαι τοὺς ἐπιορκοῦντας· Πρόξενος δὲ καὶ Μένων ἐπείπερ εἰσὶν ὑμέτεροι μὲν εὐεργέται, ἡμέτεροι δὲ στρατηγοί, πέμψατε αὐτοὺς δεῦρο· δῆλον γὰρ ὅτι φίλοι γε ὄντες ἀμφοτέροις πειράσονται καὶ ὑμῖν καὶ ἡμῖν τὰ βέλτιστα ξυμβουλεῦσαι. [2.5.42] πρὸς ταῦτα οἱ βάρβαροι πολὺν χρόνον διαλεχθέντες ἀλλήλοις ἀπῆλθον οὐδὲν ἀποκρινάμενοι.

[2.5.31] Όταν έφτασαν στη σκηνή του Τισσαφέρνη, τους στρατηγούς τους φώναξαν μέσα, δηλαδή τον Πρόξενο το Βοιωτό, το Μένωνα το Θεσσαλό, τον Αγία τον Αρκάδα, τον Κλέαρχο το Λακεδαιμόνιο και το Σωκράτη τον Αχαιό. Οι λοχαγοί έμειναν στην πόρτα της σκηνής. [2.5.32] Ύστερ᾽ από λίγη ώρα όμως, με την εμφάνιση ορισμένου σημαδιού, κι εκείνους που ήταν μέσα τους έπιασαν οι Πέρσες κι αυτούς που ήταν έξω τους έσφαξαν. Έπειτα μερικοί άντρες από το βαρβαρικό ιππικό, τρέχοντας καβάλα στ᾽ άλογά τους μέσα στον κάμπο, όποιον Έλληνα συναντούσαν, δούλο ή ελεύθερο, όλους τους σκότωναν. [2.5.33] Οι Έλληνες, κοιτάζοντας από το στρατόπεδό τους, και απορούσαν με το τρέξιμο των ιππέων και δεν ήταν σίγουροι για το τί γινόταν, ώσπου ο Νίκαρχος από την Αρκαδία, ξεφεύγοντας με πληγωμένη την κοιλιά και συγκρατώντας τα έντερά του με τα χέρια, ήρθε και τους τα είπε όλα, όσα είχαν γίνει. [2.5.34] Τότε πια οι Έλληνες έτρεχαν να πάρουν τα όπλα, τρομαγμένοι όλοι και νομίζοντας πως αμέσως θα πάνε οι εχθροί στο στρατόπεδό τους.
[2.5.35] Εκείνοι όμως δεν πήγαν όλοι, παρά μονάχα ο Αριαίος και ο Αρτάοζος και ο Μιθραδάτης, που ήταν οι πιο αφοσιωμένοι στον Κύρο. Αλλά ο διερμηνέας των Ελλήνων είπε πως μαζί μ᾽ αυτούς είδε και αναγνώρισε και τον αδερφό του Τισσαφέρνη. Τους ακολουθούσαν ακόμα και άλλοι Πέρσες που φορούσαν θώρακες, περίπου τρακόσιοι. [2.5.36] Όταν αυτοί πλησίασαν, καλούσαν να παρουσιαστεί, αν υπήρχε, κάποιος στρατηγός ή λοχαγός από τους Έλληνες, για να τους ανακοινώσουν τις διαταγές του βασιλιά. [2.5.37] Τότε βγήκαν με προφύλαξη στρατηγοί των Ελλήνων ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος και ο Σοφαίνετος ο Στυμφάλιος και μαζί τους ο Ξενοφώντας ο Αθηναίος, που ήθελε να μάθει τί απέγινε ο Πρόξενος. Ο Χειρίσοφος έτυχε να λείπει σε κάποιο χωριό, μαζί με άλλους που πήγαν να προμηθευτούν τρόφιμα. [2.5.38] Όταν έφτασαν σε απόσταση που να μπορούν να ακούονται, ο Αριαίος είπε τούτα δω: «Ο Κλέαρχος, Έλληνες, τιμωρήθηκε και θανατώθηκε, γιατί αποδείχτηκε πως έκαμε ψεύτικους όρκους και πως παραβίασε τις συμφωνίες. Αντίθετα ο Πρόξενος και ο Μένωνας βρίσκονται σε μεγάλες τιμές, γιατί κατάγγειλαν τα κακά σχέδια εκείνου. Ο βασιλιάς τώρα ζητάει από σας τα όπλα. Γιατί λέει πως είναι δικά του, αφού ανήκαν στον Κύρο, που ήταν υπήκοός του». [2.5.39] Οι Έλληνες απάντησαν σ᾽ αυτά —για λογαριασμό τους μίλησε ο Κλεάνορας ο Ορχομένιος—: «Αριαίε, που είσαι ο πιο τιποτένιος του κόσμου, κι εσείς οι άλλοι, που ήσασταν άλλοτε φίλοι του Κύρου, δεν ντρέπεστε ούτε θεούς ούτε ανθρώπους. Μας ορκιστήκατε πως θα έχετε τους ίδιους φίλους κι εχθρούς που έχουμε μεις, και ύστερα μας προδώσατε μαζί με τον Τισσαφέρνη, που δεν πιστεύει καθόλου στους θεούς κι είναι άνθρωπος πάρα πολύ πανούργος. Εκείνους ίσα ίσα που δεθήκατε με όρκους, τους σκοτώσατε, κι εμάς τους άλλους μας έχετε προδώσει. Και τώρα βαδίζετε με τους εχθρούς ενάντιά μας». [2.5.40] Ο Αριαίος αποκρίθηκε: «Αυτά έγιναν, γιατί αποδείχτηκε πως ο Κλέαρχος από καιρό έκανε κακά σχέδια για τον Τισσαφέρνη και τον Ορόντα και για όλους εμάς που είμαστε μαζί τους». Σ᾽ αυτά ο Ξενοφώντας έδωσε τούτη την απάντηση: [2.5.41] «Αν ο Κλέαρχος, αντίθετα προς τους όρκους, παραβίασε τη συμφωνία τιμωρήθηκε. Είναι δίκαιο να καταστρέφονται εκείνοι που ορκίζονται ψέματα. Αφού όμως ο Πρόξενος και ο Μένωνας είναι δικοί σας ευεργέτες και δικοί μας στρατηγοί, στείλτε τους εδώ. Γιατί είναι φανερό πως θα προσπαθήσουν να δώσουν και σε σας και σε μας τις καλύτερες συμβουλές, μια και είναι φίλοι και με τους δυο μας». [2.5.42] Οι βάρβαροι κουβέντιασαν αναμεταξύ τους πολλήν ώρα, κι έφυγαν χωρίς να δώσουν καμιάν απάντηση σ᾽ αυτά.