3. ΕΠΑΙΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ ΕΡΥΞΙΜΑΧΟΥ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν, με το που ο Παυσανίας έπαυσε —για να κάνω λεκτικό παιχνίδι, κατά τη διδασκαλία των σοφών— συνέχισε να διηγείται ο Αριστόδημος, είχε σειρά να μιλήσει ο Αριστοφάνης, αλλά —θες βαρυστομάχιασε, θες κάτι άλλο;— τον έπιασε λόξιγκας και δεν μπορούσε ν᾽ αγορεύσει· [185d] αλλά, καθώς ο γιατρός Ερυξίμαχος ξάπλωνε στο ανάκλιντρο που βρισκόταν δεξιά του, του είπε: «Ερυξίμαχε, έχεις υποχρέωση ή να σταματήσεις τον λόξιγκά μου ή να πάρεις το λόγο στη θέση μου, ωσότου μου περάσει». Κι ο Ερυξίμαχος είπε: «Εντάξει, θα κάνω και το ένα και το άλλο· δηλαδή, θα πάρω τη σειρά σου και θα μιλήσω· κι εσύ, όταν σου περάσει, τη δική μου. Και όση ώρα μιλώ εγώ, αν ο λόξιγκας έχει την καλή διάθεση να σου περάσει με το να κρατάς την ανάσα σου για πολλή ώρα, πάει καλά· ειδάλλως, κάνε γαργάρες [185e] με νερό. Τώρα, αν είναι πολύ επίμονος, χώσε στη μύτη σου κάτι που να την ερεθίσει και φταρνίσου· κάνε το αυτό μια ή δυο φορές και, όσο κι αν είναι επίμονος, θα σου περάσει». «Πάρε το λόγο χωρίς χασομέρια κι εγώ θα κάνω ό,τι μου λες» αποκρίθηκε ο Αριστοφάνης. Είπε λοιπόν ο Ερυξίμαχος: «Φρονώ λοιπόν ότι αναγκαστικά, επειδή ο Παυσανίας, ενώ ξεκίνησε ωραία την ομιλία του, δεν [186a] την ολοκλήρωσε ικανοποιητικά, σε μένα πέφτει να δοκιμάσω να ολοκληρώσω την ανάπτυξή του. Δηλαδή, το ότι ο Έρωτας είναι δισυπόστατος, νομίζω ότι είναι εύστοχη διάκριση· αλλά ο έρωτας δεν εντοπίζεται μόνο στις ψυχές των ανθρώπων, στον πόθο τους για τους όμορφους, αλλά και στον πόθο τους για πολλά άλλα· κι εντοπίζεται και σε άλλα και μέσα στα σώματα όλων των ζώων και μέσα στα βλαστήματα της γης και, με δυο λόγια, μες σ᾽ όλα τα όντα, όπως πιστεύω ότι είμαι σε θέση να το διαπιστώνω από το επάγγελμά μου, την ιατρική· [186b] κι ότι ο θεός αυτός είναι μέγας και θαυμαστός, που η χάρη του φτάνει στα πάντα, και σε όσα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους και σε όσα έχουν να κάνουν με τους θεούς. Και θ᾽ αρχίσω την ανάπτυξή μου από την ιατρική — η τέχνη μας είναι, ας της δώσουμε τα πρωτεία. Γιατί τον Έρωτα, που αναφέραμε παραπάνω, και στις δυο υποστάσεις του, τον βρίσκουμε, φυσική καταβολή, σ᾽ όλα τα σώματα· γιατί είναι κοινοπαράδεχτο ότι άλλο πράμα είναι η υγεία και άλλο η νοσηρότητα του σώματος· κι ότι είναι ανόμοια το ένα με το άλλο· κι ότι το ανόμοιο ποθεί και ερωτεύεται ανόμοια. Λοιπόν, άλλος είναι ο έρωτας που φωλιάζει σ᾽ ό,τι υγιές έχει το σώμα κι άλλος αυτός που φωλιάζει σ᾽ ό,τι το νοσηρό. Και, καταπώς έλεγε πριν από λίγο ο Παυσανίας, όπως είναι καθωσπρέπει να ικανοποιείς τον πόθο των αξιόλογων αντρών, [186c] όμως των ακόλαστων άπρεπο, με παρόμοιο τρόπο στο εσωτερικό των σωμάτων είναι ωραίο και πρέπει να δίνεις στα καλά και υγιή στοιχεία του κάθε σώματος ό,τι λαχταρούν —κι αυτό αποκαλούμε ιατρική— όμως αυτό είναι άπρεπο για τα κακά και νοσηρά στοιχεία του και οφείλεις να μην τους κάνεις τα θελήματα, αν θέλεις να θεωρείσαι ότι κατέχεις την τέχνη. Γιατί, για να δώσω ένα συνοπτικό ορισμό, ιατρική είναι η επιστήμη των ερωτικών σχέσεων που εκδηλώνονται μέσα στο σώμα κι έχουν να κάνουν με τον κορεσμό και την κένωση· κι εκείνος που κάνει τη διάγνωση και διακρίνει μέσα σ᾽ αυτές [186d] τον καθωσπρέπει και τον χυδαίο έρωτα, αυτός είναι ο κορυφαίος στη θεωρητική ιατρική· κι εκείνος που επιφέρει μεταβολές, ώστε το σώμα, εκτοπίζοντας τον χυδαίο, ν᾽ αποχτά τον καθωσπρέπει, και που ξέρει να εμφυτεύει έρωτα σε σώμα που δεν τον έχει, όμως πρέπει να εμφυτευτεί, και να εκριζώνει εκείνον που υπήρχε, θα μπορεί να ονομάζεται καλός κλινικός γιατρός. Γιατί έργο του γιατρού είναι τα στοιχεία που τρέφουν το μεγαλύτερο μίσος ανάμεσά τους να τα συμφιλιώσει και να τα κάνει να νιώθουν αμοιβαίο έρωτα. Κι εκείνα που τρέφουν το μεγαλύτερο μίσος μεταξύ τους είναι τα διαμετρικά αντίθετα, το ψυχρό με το θερμό, το πικρό με το γλυκό, το ξερό με το υγρό, [186e] κι ό,τι παρόμοιο. Καθώς ανέλαβε την επιστασία πάνω σ᾽ αυτά ο γενάρχης μας Ασκληπιός, όπως λεν ετούτοι οι ποιητές, κι εγώ δίνω πίστη στα λόγια τους, με αποστολή να φέρει ανάμεσά τους έρωτα κι ομόνοια, θεμελίωσε την τέχνη μας. Λοιπόν, το επαναλαμβάνω, η ιατρική στο σύνολό της [187a] έχει στο πηδάλιό της τον θεό Έρωτα, όπως και η γυμναστική και η γεωργία· κι όσο για τη μουσική, ο καθένας που έστω και λίγο τη μελετά, βλέπει ολοκάθαρα ότι έχουμε και σ᾽ αυτή απόλυτα το ίδιο φαινόμενο, όπως και στα παραπάνω, όπως ίσως και ο Ηράκλειτος θέλει να πει, όμως δεν ευτύχησε στη διατύπωση. Γιατί ισχυρίζεται ότι το ἓν «την ώρα που βρίσκεται σε δυσαρμονία με τον εαυτό του, πετυχαίνει την εναρμόνιση», «αρμονία ευτελώς όμοια μ᾽ εκείνη που έχουμε στο τόξο και τη λύρα». Όμως αυτό πια κι αν είναι παραλογισμός, να ισχυρίζεσαι ότι η αρμονία περιέχει εσωτερική δυσαρμονία ή ότι αποτελείται από στοιχεία που ακόμη δεν έπαυσαν να βρίσκονται σε αντίθεση! Αλλά ίσως θα ήθελε να πει το εξής, ότι την αρμονία συναποτέλεσαν οι υψηλές και χαμηλές νότες, [187b] που αρχικά βρίσκονταν σε αντίθεση, αργότερα όμως ήρθαν και συμφώνησαν με την παρέμβαση της μουσικής τέχνης. Γιατί σε κάθε περίπτωση θα ᾽ταν αδύνατο να έχουμε αρμονία, όσο θα συνέχιζαν οι υψηλές και χαμηλές νότες να βρίσκονται σε αντίθεση· γιατί αρμονία είναι συνήχηση και η συνήχηση είναι μια μορφή συμφωνίας —και συμφωνία ανάμεσα σε στοιχεία που βρίσκονται σε αντίθεση, για όσο βρίσκονται σε αντίθεση, δεν μπορεί να υπάρξει· κι είναι αδύνατο να φέρουμε σε αρμονία αυτό που βρίσκεται σε αντίθεση και δεν συμφωνεί— νά, όπως κι ο ρυθμός γεννήθηκε από το γρήγορο και [187c] το αργό, δηλαδή από στοιχεία που βρίσκονταν πρώτα σε αντίθεση, όταν αργότερα ήρθαν και συμφώνησαν. Και τη συμφωνία ανάμεσα σ᾽ όλ᾽ αυτά, όπως παραπάνω η ιατρική, εδώ τη φέρνει η μουσική, δημιουργώντας έρωτα και ομόνοια ανάμεσά τους· και η μουσική με τη σειρά της γίνεται η επιστήμη των ερωτικών σχέσεων στη σφαίρα της αρμονίας και του ρυθμού. Και στο στάδιο της συγκρότησης της αρμονίας και του ρυθμού είναι δυνατό να γίνει η διάγνωση των ερωτικών σχέσεων χωρίς δυσκολία, κι ούτε εμφανίζεται ακόμη ο δισυπόστατος έρωτας· αλλά απ᾽ τη στιγμή που θα χρειαστεί να αξιοποιήσουμε [187d] τον ρυθμό και την αρμονία για την εξυπηρέτηση του ανθρώπου, είτε ως συνθέτες —αυτό που αποκαλείται μουσική δημιουργία— είτε ως σωστοί εκτελεστές των μελωδιών και της στιχουργίας —αυτό που αποκλήθηκε παιδεία— εδώ εμφανίζονται οι δυσκολίες και η ανάγκη δεξιοτέχνη εκτελεστή. Και ξαναγυρίζουμε στην ίδια διαπίστωση, ότι των καθωσπρέπει ανθρώπων (και για να γίνουν καθωσπρέπει όσοι ακόμα δεν είναι) πρέπει να ικανοποιούμε τον πόθο και να περιθάλπουμε τον έρωτά τους, κι αυτός είναι ο ωραίος, ο ουράνιος, ο Έρωτας της Μούσας [187e] Ουρανίας· ο άλλος, της Πολυμνίας, ο πάνδημος, που πρέπει με περίσκεψη να τον προσφέρει κανείς σ᾽ όποιον τον προσφέρει, έτσι που ν᾽ απολαύσει την ηδονή που παρέχει αυτός, αλλά να μην προκαλέσει καμιά ακολασία —όπως ακριβώς στην εξάσκηση της δικής μας τέχνης είναι σπουδαία υπόθεση να ορίσουμε το σωστό μέτρο για τις απολαύσεις που εξασφαλίζει η γαστρονομία, ώστε ν᾽ απολαύσει κανείς την ηδονή χωρίς νοσηρές συνέπειες. Λοιπόν, και στη μουσική και στην ιατρική και σ᾽ όλα τα πάντα, και σ᾽ όσα έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους και σ᾽ όσα με τους θεούς, στο βαθμό που είναι εφικτό, πρέπει να ᾽χουμε άγρυπνο το μάτι μας και στον ένα και στον άλλο έρωτα· γιατί βρίσκονται [188a] μέσα σ᾽ όλα αυτά. Νά, οι δυο έρωτες στον συγκερασμό των εποχών του χρόνου είναι πανταχού παρόντες κι όταν τα στοιχεία, για τα οποία έκανα λόγο παραπάνω, τα θερμά και τα ψυχρά, τα ξερά και τα υγρά, τύχει να δεθούν μεταξύ τους με τον κόσμιο έρωτα, και εναρμονιστούν και συγκεραστούν με το σωστό μέτρο, μας έρχονται φέρνοντας μαζί τους καλές σοδειές και υγεία, τόσο στους ανθρώπους όσο και στ᾽ άλλα ζώα και φυτά — και κανένα κακό· όμως, όταν ο αχαλίνωτος έρωτας έχει το επάνω χέρι σε ό,τι έχει να κάνει με τις εποχές του χρόνου, ρημάζει τις πιο πολλές φορές και κάνει κακό. [188b] Γιατί συνήθως από τέτοιες αιτίες ξεσπούν και οι λοιμικές και άλλες πολλές και διαφορετικές αρρώστιες και στα κτήνη και στα φυτά· γιατί πάχνες και χαλάζια και κριθαροφάγοι πέφτουν από την αχόρταγη βουλιμία και τη χοντροκοπιά που χαρακτηρίζουν τις τέτοιου είδους ερωτικές σχέσεις των στοιχείων αυτών, και η επιστήμη που μελετά αυτά τα φαινόμενα (τις τροχιές των άστρων και τις εποχές του χρόνου) ονομάζεται αστρονομία. Επιπρόσθετα λοιπόν και οι κάθε είδους θυσίες και όσα εποπτεύει η τέχνη των μάντεων —κι αυτά είναι τα όσα αφορούν στην επικοινωνία θεών [188c] και ανθρώπων— δεν αποσκοπούν σε τίποτ᾽ άλλο, παρά στη μέριμνα για τον Έρωτα και την περίθαλψή του. Γιατί οι κάθε είδους ασέβειες προέρχονται συνήθως από την άρνηση να κάνει κανείς τα θελήματα του κόσμιου Έρωτα και να τον τιμά και να του δίνει την πρώτη θέση σε κάθε πράξη του, αλλά τιμά τον άλλον, στις σχέσεις του και με τους γονείς του —ζωντανούς ή πεθαμένους— και με τους θεούς· λοιπόν η μαντική έχει επιφορτιστεί με την εντολή να ασκεί εποπτεία και θεραπευτική αγωγή στους ερωτευμένους, κι επίσης [188d] η τέχνη των μάντεων είναι πρόξενος συμφιλίωσης ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους, χάρη στην καλή γνώση των ερωτικών εκδηλώσεων των ανθρώπων, όσων προσανατολίζονται προς τη δικαιοσύνη και τον σεβασμό των θεών. Τόσο μεγαλοδύναμος, καλύτερα: παντοδύναμος, είναι ο Έρως ως σύνολο, και στις δυο υποστάσεις του, όμως ο Έρως που δέχεται λατρεία με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και στον δικό μας και στον κόσμο των θεών, ετούτος έχει την απόλυτη παντοδυναμία και μας εξασφαλίζει κάθε ευτυχία και την αμοιβαία φιλία, τόσο με τους συνανθρώπους μας, όσο και με τους ανώτερους από μας θεούς. Λοιπόν, [188e] πιθανόν κι εγώ, πλέκοντας το εγκώμιο του Έρωτα, να παραλείπω πολλά, πάντως, βέβαια, άθελά μου· αλλά, αν κάτι παρέλειψα, σ᾽ εσένα πέφτει, Αριστοφάνη, να συμπληρώσεις το κενό· αλλιώς, αν προτίθεσαι να εγκωμιάσεις το θεό με κάποιο διαφορετικό τρόπο, πλέξε του το εγκώμιο, μια και σου πέρασε ο λόξιγκας».
|