ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Κόρη ενός γέροντα τυφλού, Αντιγόνη, ποιά
τα μέρη εδώ που φτάσαμε, ποιοί νέμονται την πόλη αυτή;
Ποιός τον αλήτη Οιδίποδα ανήμερα θα υποδεχτεί
με δώρα λιγοστά;
5Μικρό το δώρο που επαιτεί, κι απ᾽ το μικρό μικρότερο
αυτό που παίρνει, όμως μου αρκεί.
Γιατί τα πάθη μου με δίδαξαν να στέργω, έπειτα ο χρόνος ο μακρύς,
σύντροφος μιας ολόκληρης ζωής, και τρίτο το γενναίο μου φρόνημα.
Αλλά, καλή μου κόρη, αν κάπου βλέπεις θέση να καθίσω,
10είτε στον δρόμο των περαστικών είτε στα άλση των θεών,
βάλε με εκεί να ξαποστάσω. Ωσότου ακούσουμε
το πού βρισκόμαστε. Ξένοι εμείς στα ξένα, από τους ντόπιους
περιμένουμε να μάθουμε, ό,τι μας πουν, να το εκτελέσουμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατέρα, Οιδίποδα ταλαίπωρε, οι πύργοι που την πόλη
15στεφανώνουν φαίνονται πέρα, και τους βλέπω.
Όμως εδώ ο τόπος ιερός, όπως το δείχνουν τα σημάδια του·
γεμάτος δάφνες, αμπέλια, ελιές, και μέσα στα φυλλώματα
αηδόνια κελαηδούν που φτερουγίζουν.
Έλα, ωστόσο, και σ᾽ αυτήν την πέτρα την αλάξευτη
ακούμπησε, λυγίζοντας τα μέλη σου.
20Γιατί για γέρον άνθρωπο μακρύς ο δρόμος που περπάτησες.
ΟΙ. Βάλε με να καθίσω εσύ, κι ο νους σου στον τυφλό.
ΑΝ. Έχω σ᾽ αυτό τον χρόνο σύμμαχο, δεν θα το μάθω τώρα.
ΟΙ. Μπορείς να πεις και πού βρισκόμαστε;
ΑΝ. Για την Αθήνα φτάνει η γνώση μου, γι᾽ αυτό το μέρος όχι.
25ΟΙ. Κατάλαβα· ό,τι μας έλεγε στον δρόμο κάθε περαστικός.
ΑΝ. Θέλεις να πάω τρέχοντας να μάθω ποιός ο τόπος;
ΟΙ. Ναι, κόρη μου, κι ακόμη αν κατοικείται.
ΑΝ. Και βέβαια κατοικείται. Αλλά δεν έχω λόγο πια
να πάω πουθενά· βλέπω κοντά μας κάποιον άντρα.
30ΟΙ. Σ᾽ εμάς προσέρχεται; για μας ξεκίνησε;
ΑΝ. Μα ναι. Είναι παρών. Και ό,τι εύκαιρο έχεις να πεις,
να του το πεις, είναι εδώ ο άνθρωπος.
|