(Το έργο παίζεται μπροστά στο σπίτι του Χρεμύλου)
ΚΑΡΙΩΝΑΣ
Ω Δία κι όλ᾽ οι θεοί, μεγάλο βάσανο
να ᾽χει ο δούλος αφέντη παλαβό.
Αν τύχει ο δούλος να ορμηνέψει κάτι
σωστό, μα εκείνος, που τον έχει χτήμα,
δε συφωνάει καθόλου να το πράξει,
τη ζημιά τη μοιράζεται κι ο δούλος.
Έτσι το θέλει η μοίρα: το κορμί μας,
τ᾽ ορίζει ο που τ᾽ αγόρασε, όχι εμείς!
Κι αυτά ᾽ναι όπως τα λέω. Μα του Λοξία,
που λέει χρησμούς απ᾽ το χρυσό τριπόδι,
του ᾽χω δίκια παράπονα γιατί,10
κι αν τoνε λεν σοφό, γιατρό και μάντη,
ξαπόστειλ᾽ έτσι παραζαλισμένον
τον αφέντη, που πήρε από κοντά
έναν τυφλό και τον ακολουθάει
ενάντια απ᾽ ό,τι ταίριαζε να κάνει:
γιατί οδηγάμε τους τυφλούς εμείς
που βλέπουμε, ενώ τούτονε τον σέρνει
ο τυφλός που δε βγάνει γρι απ᾽ το στόμα
κι αναγκάζει κι εμένα ν᾽ ακλουθάω!
Λοιπόν εγώ τη γλώσσα δε θα μάσω
αφέντη, αν δεν μου πεις γιατί ακλουθάμε
αυτόν εδώ, και θα σου γίνω φόρτωμα!20
Τι δεν μπορείς να με βαρέσεις τώρα
που φοράω το στεφάνι.
ΧΡΕΜΥΛΟΣ
Βέβαια όχι,
μα θα σ᾽ το βγάλω, αν με παρασκοτίσεις,
κι οι κατακεφαλιές, που θα σου δώσω,
πιότερο θα πονάνε. ΚΑΡ. Κολοκύθια!
Εγώ δε θα σωπάσω, αν δε μου πεις
ποιός επιτέλους είναι αυτός ο κύριος!
Και θέλω να το μάθω για καλό σου.
|