ΚΥΚΛΩΠΑΣ
Γιά στην άκρη! Κάντε πέρα! Τί κατάσταση είν᾽ αυτή;
Βλέπω μια χαλαρότητα, μια βακχική κραιπάλη.
205Όμως δεν έχει Βάκχο εδώ, και δεν βροντούν νταούλια.
Γιά πείτε μου:
Τ᾽ αρνάκια τα νιογέννητα που ᾽ναι μες στη σπηλιά
είναι στης μάνας το βυζί και τρέχουν να τρυπώσουν
στην αγκαλίτσα της; Στα σκοίνινα κοφίνια ξεχειλίζει
—πηχτό τυρί, άσπρο τυρί— το αρμεγμένο γάλα;
210Μιλάτε, βρε! Στόμα δεν έχετε; Κάποιος θα τις αρπάξει:
Θα ᾽χουμε κλάματα. Πάνω κοιτάτε, όχι χάμω!
ΧΟΡ. Ορίστε:
Σηκώσαμε την κεφαλή, κατάματα κοιτούμε,
τ᾽ άστρα και τον Ωρίωνα και τη Μεγάλη Άρκτο.
ΚΥΚ. Το μεσημεριανό μου το ᾽χετε καλά μαγειρεμένο;
215ΧΟΡ. Στρωμένο το τραπέζι· όρεξη να ᾽χεις και καλά-καλά θα ντερλικώσεις.
ΚΥΚ. Κι είν᾽ οι κανάτες έτοιμες και ξέχειλες στο γάλα;
ΧΟΡ. Έχει να πιεις, άμα το θες, κι ολόκληρο πιθάρι.
ΚΥΚ. Τί γάλα; Πρόβειο ή αγελαδινό, ή μήπως λίγο απ᾽ όλα;
ΧΟΡ. Ό,τι σου κάνει κέφι, βρε! Μόνο μη φας εμένα!
220ΚΥΚ. Τρελάθηκες; Και να σας έχω μέσα στην κοιλιά μου
να με ξεκάνετ᾽ όλοι με τα χοροπηδητά σας;
(Βλέπει ξαφνικά το πλήρωμα του Οδυσσέα)
Βρε, βρε! Τί πλήθος είν᾽ αυτό που βλέπω στην αυλή μου;
Μας πάτησαν τη χώρα μας κλέφτες, ή πειρατές;
Τ᾽ αρνιά μου, βλέπω, μου τα βγάλανε απ᾽ έξω απ᾽ τη σπηλιά,
225και τα κορμάκια τους τα δέσανε καλά με λυγαριές·
οι κάδοι του τυριού ανάκατοι, κι αυτός εδώ ο γέρος
(δείχνει τον Σιληνό, που μόλις έχει ξεμυτίσει από τον βράχο)
έχει πρησμένη, όλο καρούμπαλα τη φαλακρή του κούτρα.
ΣΙΛ. Αμάν, μου ήρθε πυρετός απ᾽ τις πολλές σφαλιάρες.
ΚΥΚ. Ποιός σου κοπάνησε τις κατακεφαλιές, καημένε γέρο;
ΣΙΛ. Τούτοι εδώ πέρα, Κύκλωπα· δεν τους άφηνα, βλέπεις,
230να σου βουτήξουνε το βιός. ΚΥΚ. Μα δεν ξέραν πως είμαι
θεός εγώ και γέννημα θεών παντοδυνάμων;
ΣΙΛ. Εγώ τους το ᾽λεγα, τίποτ᾽ αυτοί. Κουβάλαγαν το πράμα σου,
τρώγανε το τυράκι σου, όσο κι αν δεν τους άφηνα,
βγάζαν τα πρόβατα από δω. Κι έπειτα λέγαν κιόλα
πως θα σε δέσουνε γερά με τρεις πήχες κολάρο,
235και θα σε ξεντερίσουν (κι ας κοιτά το μάτι το μονό σου),
πως θα σου γδάρουν με τον βούρδουλα καλά καλά την πλάτη,
κι έπειτα θα σε ρίξουνε δεμένον χεροπόδαρα
στο κάτεργο, κουπί για να τραβάς· θα σε πουλάγαν
ύστερα, λέει, σε κανένανε να του σηκώνεις πέτρες,
240ή σ᾽ αλευρόμυλο θα σ᾽ έριχναν, να τους αλέθεις στάρι.
|