ΟΔΥ. Τούτη η χώρα ποιά να είναι και ποιούς έχει για κατοίκους;
ΣΙΛ. Είν᾽ η Αίτνα, το ψηλότερο βουνό στη Σικελία.
115ΟΔΥ. Πού ᾽ν᾽ τα τείχη; Πού ᾽ναι τους, οι πύργοι και τα κάστρα;
ΣΙΛ. Ξένε, τέτοια εδώ δεν έχει· είσαι μες στην ερημιά.
ΟΔΥ. Μα… στον τόπο αυτόν ποιοί μένουν; Μήπως τίποτα θηρία;
ΣΙΛ. Κύκλωπες τους λεν, και μένουν σε σπηλιές, όχι σε σπίτια.
ΟΔΥ. Και αρχηγός τους ποιός λογιέται; Ή έχουνε δημοκρατία;
ΣΙΛ. Ο καθένας ζει μονάχος, γιατί υπήκοος να γίνει
120κανείς δεν θέλει κανενός, και σε τίποτ᾽ απολύτως
ΟΔΥ. Και με τί ζούνε; Σπέρνουνε σιτάρι βλογημένο;
ΣΙΛ. Όχι: με γάλα, με τυρί και προβατίσιο κρέας.
ΟΔΥ. Έχουνε το ποτό του Διόνυσου, του αμπελιού το νάμα;
ΣΙΛ. Σταλιά δεν έχουνε· δεν νιώθει από χορούς ο τόπος τούτος.
125ΟΔΥ. Είναι φιλόξενοι; Τους σέβονται τους ξένους καθώς πρέπει;
ΣΙΛ. Το ψαχνό το πιο γλυκό το ᾽χει, λένε, ο μουσαφίρης!
ΟΔΥ. Τί λες; Είν᾽ απ᾽ αυτούς που χαίρονται να τρων ανθρώπου κρέας;
ΣΙΛ. Πόδι δεν πάτησε κανείς που να μην τονε σφάξουν.
ΟΔΥ. Κι αυτός ο Κύκλωπας που λες, πού είναι; Μες στο σπίτι;
130ΣΙΛ. Είναι φευγάτος· κυνηγά με τα σκυλιά στην Αίτνα.
ΟΔΥ. Ξέρεις τί λέω; — Άντε, για ν᾽ ανοίγουμε πανιά καμιά φορά.
ΣΙΛ. Ιδέα δεν έχω· ό,τι μου πεις εσύ θα κάνω, Οδυσσέα.
ΟΔΥ. Δώσ᾽ μας, γιατί μας έλειψε, λίγο ψωμί να φάμε.
ΣΙΛ. Σου το ᾽πα μια, σου το ᾽πα δυο: άλλο από κρέας δεν έχει.
135ΟΔΥ. Έχει κι αυτό τη γλύκα του, την πείνα αν θες να κόψεις.
ΣΙΛ. Θες και τυρί πηγμένο με συκόμελο, κι αγελαδίσιο γάλα;
ΟΔΥ. Γιά φέρ᾽ τα έξω! Στο φως είναι που γίνεται σωστά το πάρε-δώσε.
ΣΙΛ. Κι εσύ, γιά πες μου, πληρωμή χρυσάφι θα μου δώσεις;
ΟΔΥ. Χρυσάφι δεν μου βρίσκεται· μα έχω ποτό του Βάκχου.
140ΣΙΛ. Πες το, χρυσόστομε! Τόσον καιρό, ξέρεις, μας έχει λείψει.
ΟΔΥ. Ο Μάρωνας μου το ᾽δωσε, που ᾽χει θεό πατέρα.
ΣΙΛ. Ο Μάρωνας; Που τον ανάθρεψα εγώ στην αγκαλιά μου;
ΟΔΥ. Για να σ᾽ το πω πιο καθαρά: ο γιος του Διονύσου.
ΣΙΛ. Κι είναι στ᾽ αμπάρι το κρασί, γιά το ᾽φερες μαζί σου;
145ΟΔΥ. Εδώ σε τούτον τον ασκό το ᾽χω καλά κρυμμένο.
ΣΙΛ. (Ρίχνει μια ματιά μες στο ασκί)
Μα τούτο δεν μου φτάνει ούτε τα δόντια να ξεπλύνω.
‹ΟΔΥ. Μα ξέρεις, είναι μαγικό· γεννάει κι αβγατίζει.›
‹ΣΙΛ. Πώς αβγατίζει δηλαδή; Πίνεις και δεν τελειώνει;›
ΟΔΥ. Ναι! Απ᾽ όσο τρέξει από τ᾽ ασκί, πίνεις δυο φορές τόσο.
ΣΙΛ. Καλή η βρυσούλα που μου λες, κι έχει γλυκό ποτό.
ΟΔΥ. Θέλεις ανέρωτο να πιεις, να δοκιμάσεις πρώτα;
150ΣΙΛ. Έτσι είναι το σωστό: δοκιμάζεις, αγοράζεις!
ΟΔΥ. Βγάζω λοιπόν και κύπελλο μαζί με το φλασκί.
ΣΙΛ. Στάξε μου λίγο, μπας και θυμηθώ κι εγώ τί γεύση έχει.
ΟΔΥ. Ορίστε. ΣΙΛ. (Μυρίζεται το κρασί) Ω ρε μάνα μου, όμορφη η μυρωδιά του!
ΟΔΥ. «Όμορφη;» Πού την είδες, βρε; ΣΙΛ. Την «είδα;» Όχι, τη μύρισα!
155ΟΔΥ. Ε, πιες! Μη μείνουμε στα λόγια τα παινέματά σου.
ΣΙΛ. (Πίνει) Γιούχου!
Με σέρνει ο Βάκχος στον χορό! (Χοροπηδάει) Ώπα και ξαναώπα!
ΟΔΥ. Σου ᾽δωσε και κατάλαβες; Τραβιέται μια χαρά;
ΣΙΛ. Τραβιέται, λέει; Μου ᾽φτασε ως τ᾽ ακροδάχτυλά μου!
ΟΔΥ. Κι όχι μονάχ᾽ αυτό, μα θα σου δώσουμε και παραδάκι κιόλας.
161ΣΙΛ. Βρε, ξέσφιξε τ᾽ ασκί εκεί πέρα! Για λεφτά θα λέμε τώρα…
ΟΔΥ. Ε, άμα είναι φέρτε μας τυρί, κανέν᾽ αρνάκι…
|