Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (1270-1304)


ΠΑΙΔΙΟΝ Α’
1270νῦν αὖθ᾽ ὁπλοτέρων ἀνδρῶν ἀρχώμεθα— ΤΡ. παῦσαι
ὁπλοτέρους ᾄδων, καὶ ταῦτ᾽, ὦ τρισκακόδαιμον,
εἰρήνης οὔσης· ἀμαθές γ᾽ εἶ καὶ κατάρατον.
Π. Α’ οἱ δ᾽ ὅτε δὴ σχεδὸν ἦσαν ἐπ᾽ ἀλλήλοισιν ἰόντες,
σύν ῥ᾽ ἔβαλον ῥινούς τε καὶ ἀσπίδας ὀμφαλοέσσας.
1275ΤΡ. ἀσπίδας; οὐ παύσει μεμνημένος ἀσπίδος ἡμῖν;
Π. Α’ ἔνθα δ᾽ ἅμ᾽ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν.
ΤΡ. ἀνδρῶν οἰμωγή; κλαύσει νὴ τὸν Διόνυσον
οἰμωγὰς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας.
Π. Α’ ἀλλὰ τί δῆτ᾽ ᾄδω; σὺ γὰρ εἰπέ μοι οἷστισι χαίρεις.
1280ΤΡ. «ὣς οἱ μὲν δαίνυντο βοῶν κρέα,» καὶ τὰ τοιαυτί·
«ἄριστον προτίθεντο καὶ ἅσσ᾽ ἥδιστα πάσασθαι.»
Π. Α’ ὣς οἱ μὲν δαίνυντο βοῶν κρέα, καὐχένας ἵππων
ἔκλυον ἱδρώοντας, ἐπεὶ πολέμου ἐκόρεσθεν.
ΤΡ. εἶἑν· ἐκόρεσθεν τοῦ πολέμου κᾆτ᾽ ἤσθιον.
1285ταῦτ᾽ ᾆδε, ταῦθ᾽, ὡς ἤσθιον κεκορημένοι.
Π. Α’ θωρήσσοντ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πεπαυμένοι— ΤΡ. ἄσμενοι, οἶμαι.
Π. Α’ πύργων δ᾽ ἐξεχέοντο, βοὴ δ᾽ ἄσβεστος ὀρώρει.
ΤΡ. κάκιστ᾽ ἀπόλοιο, παιδάριον, αὐταῖς μάχαις·
οὐδὲν γὰρ ᾄδεις πλὴν πολέμους. τοῦ καί ποτ᾽ εἶ;
1290Π. Α’ ἐγώ; ΤΡ. σὺ μέντοι νὴ Δί᾽. Π. Α’ υἱὸς Λαμάχου.
ΤΡ. αἰβοῖ.
ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων, εἰ σὺ μὴ εἴης
ἀνδρὸς βουλομάχου καὶ κλαυσιμάχου τινὸς υἱός.
ἄπερρε καὶ τοῖς λογχοφόροισιν ᾆδ᾽ ἰών.
1295ποῦ μοι τὸ τοῦ Κλεωνύμου ᾽στὶ παιδίον;
ᾆσον πρὶν εἰσιέναι τι· σὺ γὰρ εὖ οἶδ᾽ ὅτι
οὐ πράγματ᾽ ᾄσει· σώφρονος γὰρ εἶ πατρός.

ΠΑΙΔΙΟΝ Β’
ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνῳ
ἔντος ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων—
1300ΤΡ. εἰπέ μοι, ὦ πόσθων, εἰς τὸν σαυτοῦ πατέρ᾽ ᾄδεις;
Π. Β’ ψυχὴν δ᾽ ἐξεσάωσα— ΤΡ. καταισχυνάς γε τοκῆας.
ἀλλ᾽ εἰσίωμεν· εὖ γὰρ οἶδ᾽ ἐγὼ σαφῶς
ὅτι ταῦθ᾽ ὅσ᾽ ᾖσας ἄρτι περὶ τῆς ἀσπίδος
οὐ μὴ ᾽πιλάθῃ ποτ᾽ ὢν ἐκείνου τοῦ πατρός.


ΤΟ ΠΑΙΔΙ
1270Οπ λα, λαλά, τραγουδώ τους λεβέντηδες… ΤΡΥ. Όπλα; Βρε κόφ᾽ το·
κλείσαμε ειρήνη και για όπλα θα λες, κακομοίρικο: Σώπα.
ΠΑΙ. Κι όταν ζυγώσαν, καθώς αντιμέτωποι τότε χιμούσαν,
οι αφαλωτές τους τρακάρανε ασπίδες, μαζί και σκουτάρια.
ΤΡΥ. Κόψε, μωρέ, τις ασπίδες· για ασπίδες είν᾽ ώρα να λέμε;
ΠΑΙ. Άκουγες τότε και θριάμβων κραυγές και λεβέντηδων θρήνους.
ΤΡΥ. Θρήνους λεβέντηδων; Α, μα το Διόνυσο, πάει, θα σ᾽ τις βρέξω·
θρήνους, μωρέ, τραγουδάς; και τί θρήνους δα κιόλας; με αφάλι!
ΠΑΙ. Ποιό τότε τραγούδι να πω; Τί τραγούδια σ᾽ αρέσουν;
1280ΤΡΥ. «Βάλθηκαν κρέατα να τρων βοδινά.» Κάτι τέτοια· δεν ξέρεις;
«Στρώσανε μπρος τους πολλά φαγητά, τα πιο νόστιμ᾽ απ᾽ όλα.»
ΠΑΙ. Βάλθηκαν κρέατα να τρων βοδινά και ξεζεύανε τ᾽ άτια,
που σταζοβόλαγε ιδρώτα ο λαιμός τους, χορτάτοι από μάχη.
ΤΡΥ. Χόρτασαν μάχη κι έτρωγαν· ας είναι·
τραγούδα αυτά, πως έτρωγαν χορτάτοι.
ΠΑΙ. Κι όταν τελειώσαν, καλά θωρακίζονταν… ΤΡΥ. Θα ήρθαν στο κέφι.
ΠΑΙ. κι έξω απ᾽ το κάστρο χιμήξανε μ᾽ αλαλαγμούς του πολέμου.
ΤΡΥ. Άι στην οργή κι εσύ κι οι αλαλαγμοί σου!
Όλο για μάχες λες· βρε, τίνος είσαι;
1290ΠΑΙ. Εγώ; ΤΡΥ. Ποιός άλλος; ΠΑΙ. Γιος του Λάμαχου είμαι.
ΤΡΥ. Πω πω!
Θα ᾽ταν παράξενο, αλήθεια, μ᾽ αυτά που μας λες τα τραγούδια,
κάποιου φιλόμαχου ή κάποιου κλαψόμαχου γιος αν δεν ήσουν.
Δρόμο! Στους λογχοφόρους σύρε πες τα.
Μα πού ᾽ναι ο γιος του Κλεώνυμου;
Παρουσιάζεται ένα άλλο παιδί.
Τραγούδα,
παιδί μου, εσύ· πατέρα φρόνιμο έχεις·
δε θα λες φιλοπόλεμα τραγούδια.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΙΔΙ
Την αψεγάδιαστη ασπίδα μου, που άθελα πλάι σ᾽ ένα θάμνο
πέταξα, κάποιος εχθρός Σάιος τη χαίρεται· ναι…
1300ΤΡΥ. Για τον πατέρα σου, βρε, τραγουδάς; Μωρέ γεια σου, λεβέντη.
ΠΑΙ. σώθηκε ωστόσο η ζωή μου… ΤΡΥ. οι γονιοί σου ντροπιάστηκαν όμως.
Μα πάμε μέσα· το τραγούδι που είπες
για την ασπίδα δε θα το ξεχάσεις·
σίγουρα, αφού είσαι γιος τέτοιου πατέρα.
Τα παιδιά μπαίνουν στο σπίτι· δούλοι φέρνουν έξω φαγητά και γλυκίσματα.