Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (1191-1225)


ΤΡ. ἰοὺ ἰού.
ὅσον τὸ χρῆμ᾽ ἐπὶ δεῖπνον ἦλθ᾽ εἰς τοὺς γάμους.
ἔχ᾽, ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας ταυτῃί·
πάντως γὰρ οὐδὲν ὄφελός ἐστ᾽ αὐτῆς ἔτι.
1195ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας
καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.

ΔΡΕΠΑΝΟΥΡΓΟΣ
ποῦ ποῦ Τρυγαῖός ἐστιν; ΤΡ. ἀναβράττω κίχλας.
ΔΡ. ὦ φίλτατ᾽, ὦ Τρυγαῖ᾽, ὅσ᾽ ἡμᾶς τἀγαθὰ
δέδρακας εἰρήνην ποήσας· ὡς πρὸ τοῦ
1200οὐδεὶς ἐπρίατ᾽ ἂν δρέπανον οὐδὲ κολλύβου,
νυνὶ δὲ πέντε γ᾽ αὐτὰ δραχμῶν ἐμπολῶ,
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ᾽ ἂν ἰσχάδος μιᾶς.
Ο. Κ. τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει
1225ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας;
ὁδὶ δὲ τριδράχμους τοὺς κάδους εἰς τοὺς ἀγρούς.
ἀλλ᾽, ὦ Τρυγαῖε, τῶν δρεπάνων τε λάμβανε
κάδων θ᾽ ὅ τι βούλει προῖκα· καὶ ταυτὶ δέχου·
1205ἀφ᾽ ὧν γὰρ ἀπεδόμεσθα κἀκερδάναμεν
τὰ δῶρα ταυτί σοι φέρομεν εἰς τοὺς γάμους.
ΤΡ. ἴθι νυν, καταθέμενοι παρ᾽ ἐμοὶ ταῦτ᾽ εἴσιτε
ἐπὶ δεῖπνον ὡς τάχιστα· καὶ γὰρ οὑτοσὶ
ὅπλων κάπηλος ἀχθόμενος προσέρχεται.
ΟΠΛΩΝ ΚΑΠΗΛΟΣ
1210οἴμ᾽ ὡς προθέλυμνόν μ᾽, ὦ Τρυγαῖ᾽, ἀπώλεσας.
ΤΡ. τί δ᾽ ἐστίν, ὦ κακόδαιμον; οὔ τί που λοφᾷς;
Ο. Κ. ἀπώλεσάς μου τὴν τέχνην καὶ τὸν βίον,
καὶ τουτουὶ καὶ τοῦ δορυξοῦ ᾽κεινουί.
ΤΡ. τί δῆτα τουτοινὶ καταθῶ σοι τοῖν λόφοιν;
1215Ο. Κ. αὐτὸς σὺ τί δίδως; ΤΡ. ὅ τι δίδωμ᾽; αἰσχύνομαι.
ὅμως δ᾽ ὅτι τὸ σφήκωμ᾽ ἔχει πόνον πολύν,
δοίην ἂν αὐτοῖν ἰσχάδων τρεῖς χοίνικας,
ἵν᾽ ἀποκαθαίρω τὴν τράπεζαν τουτῳί.
Ο. Κ. ἔνεγκε τοίνυν εἰσιὼν τὰς ἰσχάδας·
1220κρεῖττον γάρ, ὦ τᾶν, ἐστιν ἢ μηδὲν λαβεῖν.
ΤΡ. ἀπόφερ᾽ ἀπόφερ᾽ ἐς κόρακας ἀπὸ τῆς οἰκίας.
τριχορρυεῖτον, οὐδέν ἐστον τὼ λόφω.
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδ᾽ ἂν ἰσχάδος μιᾶς.
Ο. Κ. τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας;


Βγαίνει από το σπίτι ο Τρυγαίος, με λοφία από κράνος στα χέρια του·
τον συνοδεύει ο υπηρέτης.
ΤΡΥ. Πωπώ!
Βρε κόσμος για του γάμου το τσιμπούσι!
Σκούπισε τα τραπέζια με τις φούντες·
έτσι κι αλλιώς αχρείαστες είναι τώρα.
Έπειτα φέρνε πίτες, φέρνε τσίχλες,
κομμάτια από λαγούς και φραντζολάκια.

Έρχονται δυο άνθρωποι· ο ένας κρατά δρεπάνια, ο άλλος κουβάδες.
Ο ΔΡΕΠΑΝΑΣ
Πού είν᾽ ο Τρυγαίος; ΤΡΥ. Εδώ ᾽μαι· ψήνω τσίχλες.
ΔΡΕ. Αγαπητέ Τρυγαίε, με την ειρήνη
που ᾽καμες, τί καλά μάς έχεις φέρει!
Ως χτες ούτε λεπτό δεν έδινε ένας,
1200δρεπάνι ν᾽ αγοράσει· σήμερα όμως
πουλώ πέντε δραχμούλες το ένα· ο φίλος,
τρεις δραχμές τους κουβάδες για τον κάμπο.
Κουβάδες και δρεπάνια, νά, όσα θέλεις,
χάρισμα πάρ᾽ τα εσύ· δέξου και τούτα·
Του προσφέρνει μερικά δώρα.
πουλήσαμε πολλά, κι από τα κέρδη
σού τα κάνουμε δώρο για το γάμο.
ΤΡΥ. Ακουμπήστε τα χάμω και περάστε
μέσα για το τραπέζι· μα έρχεται ένας
οπλοπώλης πολύ κατσουφιασμένος.

Έρχεται ένας οπλοπώλης και από πίσω του άλλοι συνάδελφοί του,
κρατώντας είδη της τέχνης τους: φούντες για κράνη, θώρακες, σάλπιγγες,
κράνη, δόρατα· μιλεί ως εκπρόσωπός τους αυτός που κρατά τις φούντες.
Ο ΟΠΛΟΠΩΛΗΣ
1210Τρυγαίε, μ᾽ έχεις συθέμελα χαλάσει.
ΤΡΥ. Γιατί, καημένε; Φούντωσε η αρρώστια
της φούντας; ΟΠΛ. Πάει η τέχνη μου, η ζωή μου·
κι αυτού του κονταρά· κι εκείνου του άλλου.
ΤΡΥ. Γι᾽ αυτές εδώ τις φούντες τί γυρεύεις;
ΟΠΛ. Εσύ τί δίνεις; ΤΡΥ. Ντρέπομαι, καημένε·
κόπος, να μπει μια φούντα μες στη βάση·
γι᾽ αυτό, τρεις κούπες σύκα σου τις δίνω·
καλές, για να σκουπίζω το τραπέζι.
ΟΠΛ. Φέρε τα σύκα, ας είναι, τί να γίνει;
1220Από τίποτα… ΤΡΥ. Πάρ᾽ τες, πάρ᾽ τες πίσω.
Τί φούντες είν᾽ αυτές; Αυτές μαδάνε.
Δε δίνω ούτ᾽ ένα σύκο· παρ᾽ τες, φύγε.
ΟΠΛ. Ο θώρακας αυτός στοιχίζει δέκα
μνες· κι έχει τέχνη· αλλά τί να τον κάμω;