1080ΤΡΥ. Ώστε τί πρέπει να κάνουμε; αιώνια πολέμους και μάχες;
ή να κληρώσουμε ποιός περισσότερα δάκρυα θα χύσει,
ενώ, ενωμένους, η Ελλάδα μπορεί να μας έχει αρχηγούς της;
ΙΕΡ. Ό,τι κι αν κάμεις, ο κάβουρας πάντα λοξά θα βαδίζει.
ΤΡΥ. Του πρυτανείου πια τα δείπνα σού κόπηκαν, ό,τι κι αν κάμεις,
κι ούτε πια πέραση θα ᾽χεις εσύ, μια και κλείσαμε ειρήνη.
ΙΕΡ. Λείο τ᾽ αχινιού το καβούκι ποτέ δεν μπορείς να το κάμεις.
ΤΡΥ. Να ξεγελάς δε θα πάψεις ποτέ το λαό της Αθήνας;
ΙΕΡ. Είπε κανένας χρησμός για θυσία στους θεούς, για σφαχτάρι;
ΤΡΥ. Ένας του Ομήρου χρησμός, που λαμπρός είν᾽, αλήθεια, κι ωραίος:
1090«Το θλιβερό του πολέμου σαν έδιωξαν σύννεφο, τότε
με τη θυσία σφαχταριού καθιέρωσαν πια την Ειρήνη.
Κάηκαν τα μπούτια, χορτάσανε εντόσθια, και τότε απ᾽ τις κούπες
χύσαν κρασί για σπονδές, κι οδηγός τους εγώ ήμουν στη στράτα.»
Στο χρησμολόγο κανένας δεν έδινε ούτ᾽ ένα παγούρι.
ΙΕΡ. Λόγια της Σίβυλλας δεν είν᾽ αυτά, και για μένα είναι ξένα.
ΤΡΥ. Ο Όμηρος είπε ο σοφός ένα λόγο πανέξυπνο, αλήθεια:
«Από γενιά κι από νόμο και τζάκι είναι ξένος εκείνος
που το φριχτό αδερφικό θέλει πόλεμο μες στην ψυχή του.»
ΙΕΡ. Πρόσεξε μήπως, με δόλο απατώντας το νου σου, κανένα
1100περδικογέρακο αρπάξει…
ΤΡΥ., στον υπηρέτη. Τα μάτια σου τέσσερα, αλήθεια·
κίνδυνος είν᾽ ένας τέτοιος χρησμός για τα εντόσθια· το νου σου!
Βάλε κρασί για σπονδή, κι απ᾽ τα σπλάχνα για δώσ᾽ μου καμπόσα.
ΙΕΡ. Τότε, θαρρώ πως κι εγώ τον εαυτό μου μπορώ να σερβίρω.
ΤΡΥ. Σπονδή, σπονδή!
ΙΕΡ. Βάλε κρασί για σπονδή και σ᾽ εμένα και δώσ᾽ μου κι εντόσθια.
ΤΡΥ. Δεν επιτρέπουν οι αθάνατοι ακόμα να δώσουμε· μάλλον
πρέπει να κάμουμ᾽ εμείς τη σπονδή, κι εσύ δρόμο να πάρεις.
Χύνοντας κρασί για τη σπονδή.
Μείνε για πάντα κοντά μας εσύ, σεβαστή μας Ειρήνη.
ΙΕΡ. Δώσε τη γλώσσα του αρνιού. ΤΡΥ. Τη δική σου για πάρτ᾽ τηνε πέρα.
ΥΠΗ. Σπονδή!
ΤΡΥ., στον υπηρέτη.
1110Κάμε κι εσύ τη σπονδή και μαζί πάρε τούτα τα εντόσθια.
ΙΕΡ. Δε θα μου δώσει κανένας κι εμένα; ΤΡΥ. Δε γίνεται, ξέρεις,
η προβατίνα κι ο λύκος πριν σμίξουνε πρώτα σε γάμο.
ΙΕΡ. Δωσ᾽ μου, καλέ, σε ικετεύω. ΤΡΥ. Του κάκου, καλέ μου, ικετεύεις·
λείο τ᾽ αχινιού το καβούκι ποτέ δεν μπορείς να το κάμεις.
Ο Τρυγαίος και ο υπηρέτης κάθονται στο τραπέζι.
Εσάς, θεατές, σας προσκαλούμε· ορίστε.
ΙΕΡ. Και τί θα γίνω εγώ; ΤΡΥ. Να φας τη Σίβυλλα.
ΙΕΡ. Α, μα τη Γη, δε θα τα φάτε μόνοι·
είναι στη μέση για όλους· θα τ᾽ αρπάξω.
Κάνει να πάρει από τα ψημένα.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ, στον υπηρέτη.
Βάρα το Βάκη. ΙΕΡ. Διαμαρτύρομαι. ΤΡΥ. Έτσι;
1120Κι εγώ· γιατ᾽ είσαι αγύρτης και λιχούδης.
Δώσ᾽ του με το ραβδί, δώσ᾽ του του αγύρτη.
ΥΠΗ. Δίνε του εσύ· κάτι άλλο εγώ θα κάνω·
τον γδύνω απ᾽ την προβιά που ᾽χει σουφρώσει.
ΤΡΥ. Βγάλ᾽ την προβιά, βρε χρησμολόγε· ακούς;
Τον γδύνουν και τον δέρνουν.
Κοράκι, όπως γυμνό απ᾽ τον τόπο του ήρθε!
Ο Ιεροκλής φεύγει.
Πάρε το φύσημά σου για το Ελύμνιο.
Ο Τρυγαίος και ο υπηρέτης μπαίνουν στο σπίτι.
|