ΚΟΡ. Στο καλό, στο καλό· τώρ᾽ ας δώσουμ᾽ εμείς
στους βοηθούς μας αυτά που κρατούμε,
730να μην πάει και τα χάσουμε· ξέρετε δα,
στις σκηνές τριγυρίζουνε πάντα
πλήθος κλέφτες, ατσίδες, που πάνε σκυφτοί
κι ό,τι βρούνε τ᾽ αρπάζουν και φεύγουν.
Παιδιά, πάρτε τα, ελάτε· πολλή προσοχή·
στους θεατές εμείς τώρα θα πούμε
όσα κρύβουμε στο νου μας και των λόγων τη σειρά.
Αν, ζυγώνοντας ένας ποιητής κωμικός
στο κοινό, παινευτεί μ᾽ αναπαίστους,
οι φρουροί που την τάξη στο θέατρο κρατούν
πρέπει ευθύς να τον στρώνουν στο ξύλο.
Αλλά, ω Μούσα, του Δία θυγατέρα, σωστό,
δίκιο αν είναι κανείς να τιμήσει
έναν που έγινε ο άριστος στο είδος αυτό
και δοξάστηκε πιότερο απ᾽ όλους,
ο δικός μας ο δάσκαλος λέει πως πολλά
και μεγάλα του αξίζουν εγκώμια.
Πρώτα πρώτα, για κάτι κουρέλια διαρκώς
κάναν οι άλλοι, οι αντίζηλοι, αστεία,
740κι όλο πόλεμο στήναν στις ψείρες· αυτά
τα σταμάτησε· κι ήταν ο μόνος·
και κατόπι εξευτέλισε, πρώτος αυτός,
και ξετόπισε κάτι Ηρακλήδες,
που ζυμώνανε κι όλο φωνάζαν «πεινώ»,
και κατάργησε εκείνους τους δούλους
που κλαμένους τους βγάζαν διαρκώς στη σκηνή,
που όλο το ᾽σκαγαν κι όλο απατούσαν
κι έτσι επίτηδες τρώγανε ξύλο γερό·
και γιατί; για ένα λόγο και μόνο,
άλλος δούλος να λάβει απ᾽ το ξύλο αφορμή
και τ᾽ αστείο του να πει· να ρωτήσει:
«Το τομάρι σου τί έπαθε, βρε φουκαρά;
στα πλευρά σου μην έπεσε απάνω
καμιά ξύστρα μεγάλη με ζόρι πολύ
και σου ρήμαξε, δόλιε, τις πλάτες;»
Σ᾽ όλ᾽ αυτά τα χοντρά, τα χυδαία χωρατά
και τα πρόστυχα τέρμα έχει βάλει,
και μια τέχνη μεγάλη έχει χτίσει για μας·
και για πύργους τής ύψωσε εκείνος
750λόγια ωραία και τρανά, δυνατούς στοχασμούς,
μα κι αστεία που δεν είναι τριμμένα·
γυναικούλες ποτέ δεν κορόιδεψε αυτός
κι ανθρωπάκους ασήμαντους, όχι·
με μεγάλη, με ηράκλεια στα στήθια του ορμή
στα θεριά τα τεράστια ριχνόταν,
από απαίσιες βαριές μυρωδιές τομαριών
κι από λάσπες φοβέρας περνώντας.
Στο φριχτό ατσαλοδόντικο εκείνο θεριό
πρώτ᾽ απ᾽ όλα τον πόλεμο στήνω,
στο θεριό που απ᾽ τα μάτια μου μέσα φωτιές
ξεπετιόνταν αδιάντροπης κούρβας,
που σκασμένων κολάκων κεφάλια εκατό
στο κεφάλι του σάλευαν γύρω
σαν κεφάλια φιδιών, που η φωνή του φωνή
ρεματιάς ξεριζώτρας, που φώκιας
είχε βρόμα, καμήλας φριχτό πισινό
κι άπλυτα είχε αχαμνά σαν της Λάμιας.
Τέτοιο τέρας αντίκρισα, κι όμως ποτέ
δε φοβήθηκα· πόδι πατάω,
760για νησιά και για σας στήνω αγώνα σκληρό.
Για όλ᾽ αυτά που προσφέρνω, είναι δίκιο
την αντίχαρη εγώ να προσμένω από σας
κι απ᾽ το νου σας αυτά να μη φεύγουν.
Γιατί κι άλλη φορά, που είχα βγει νικητής,
τις παλαίστρες δεν έφερα βόλτα
τους νεαρούς κυνηγώντας· συμμάζεψα ευθύς
τη σκευή μου και σπίτι μου πήγα·
λίγη λύπη είχα δώσει, μεγάλη χαρά,
και το χρέος μου σωστά το ᾽χα κάμει.
Γι᾽ αυτό πρέπει και τώρα μεγάλοι μικροί
το δικό μου πάρουνε μέρος, αλλά
κι όποιος έχει φαλάκρα, συστήνω σ᾽ αυτόν
να συντρέξει, σ᾽ εμέ το βραβείο να δοθεί.
Σα θα βγω νικητής, όλοι τότε θα λεν
770σε συμπόσια και δείπνα, παντού:
«Πάρε αυτό, φαλακρέ· να κι αυτό, φαλακρέ·
α, δεν πρέπει να λείψει καμιά λιχουδιά
απ᾽ αυτόν που η φαλάκρα του φέγγει, απ᾽ αυτόν
που του πρώτου μας έχει ποιητή την κουτέλα.»
|