Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (236-267)


ΠΟΛΕΜΟΣ
ἰὼ βροτοὶ βροτοὶ βροτοὶ πολυτλήμονες,
ὡς αὐτίκα μάλα τὰς γνάθους ἀλγήσετε.
ΤΡ. ὦναξ Ἄπολλον, τῆς θυείας τοῦ πλάτους·
ὅσον κακόν· καὶ τοῦ Πολέμου τοῦ βλέμματος.
240ἆρ᾽ οὗτός ἐστ᾽ ἐκεῖνος ὃν καὶ φεύγομεν,
ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν;
ΠΟ. ἰὼ Πρασιαὶ τρισάθλιαι καὶ πεντάκις
καὶ πολλοδεκάκις, ὡς ἀπολεῖσθε τήμερον.
ΤΡ. τουτὶ μέν, ἄνδρες, οὐδὲν ἡμῖν πρᾶγμά πω·
245τὸ γὰρ κακὸν τοῦτ᾽ ἐστὶ τῆς Λακωνικῆς.
ΠΟ. ἰὼ Μέγαρα Μέγαρ᾽, ὡς ἐπιτρίψεσθ᾽ αὐτίκα
ἁπαξάπαντα καταμεμυττωτευμένα.
ΤΡ. βαβαὶ βαβαιάξ, ὡς μεγάλα καὶ δριμέα
τοῖσι Μεγαρεῦσιν ἐνέβαλεν τὰ κλαύματα.
250ΠΟ. ἰὼ Σικελία, καὶ σὺ δ᾽ ὡς ἀπόλλυσαι.
ΤΡ. οἵα πόλις τάλαινα διακναισθήσεται.
ΠΟ. φέρ᾽ ἐπιχέω καὶ τὸ μέλι τουτὶ τἀττικόν.
ΤΡ. οὗτος, παραινῶ σοι μέλιτι χρῆσθἀτέρῳ.
τετρώβολον τοῦτ᾽ ἐστί· φείδου τἀττικοῦ.
255ΠΟ. παῖ παῖ Κυδοιμέ. ΚΥΔΟΙΜΟΣ. τί με καλεῖς; ΠΟ. κλαύσει μακρά.
ἕστηκας ἀργός; οὑτοσί σοι κόνδυλος.
ΤΡ. ὡς δριμύς. ΚΥ. οἴμοι ‹μοι› τάλας, ὦ δέσποτα.
ΤΡ. μῶν τῶν σκορόδων ἐνέβαλεν εἰς τὸν κόνδυλον;
ΠΟ. οἴσεις ἀλετρίβανον τρέχων; ΚΥ. ἀλλ᾽, ὦ μέλε,
260οὐκ ἔστιν ἡμῖν· ἐχθὲς εἰσῳκίσμεθα.
ΠΟ. οὔκουν παρ᾽ Ἀθηναίων μεταθρέξει ταχὺ ‹πάνυ›;
ΚΥ. ἔγωγε νὴ Δί᾽· εἰ δὲ μή γε, κλαύσομαι.
ΤΡ. ἄγε δή, τί δρῶμεν, ὦ πόνηρ᾽ ἀνθρώπια;
ὁρᾶτε τὸν κίνδυνον ἡμῖν ὡς μέγας·
265εἴπερ γὰρ ἥξει τὸν ἀλετρίβανον φέρων,
τούτῳ ταράξει τὰς πόλεις καθήμενος.
ἀλλ᾽ ὦ Διόνυσ᾽, ἀπόλοιτο καὶ μὴ ᾽λθοι φέρων.


ΠΟΛΕΜΟΣ
Ε σεις θνητοί, θνητοί βασανισμένοι,
πόσο θα σας πονέσουν οι μασέλες!
ΤΡΥ. Βρε τί πλατιά καυκιά, ω Απόλλωνά μου!
Τί φρίκη! Μα κι ο Πόλεμος τί βλέμμα!
240Αυτός είναι που μπρος του φεύγουν όλοι,
ο άγριος, ο τρομερός, που από τα σκέλια;…
ΠΟΛ. Τρισάθλιες και πεντάθλιες και μυριάθλιες
Πρασιές, τώρα ήρθε η μέρα να χαθείτε.
Ρίχνει πράσα στο γουδί.
ΤΡΥ., στους θεατές.
Εμάς αυτό δε μας πειράζει ακόμα,
φίλοι μου· η συμφορά είναι των Λακώνων.
ΠΟΛ., ρίχνοντας στο γουδί σκόρδα.
Μέγαρα, Μέγαρα, α, θα στουμπιστείτε,
θα γίνετε σε λίγο σκορδοστούμπι.
ΤΡΥ. Πωπώ, τί αψιά και καυτερά τα δάκρυα
που για τους Μεγαρίτες ρίχνει μέσα!
ΠΟΛ., ρίχνοντας τυρί.
250Ήρθε κι εσέ ο χαμός σου, Σικελία.
ΤΡΥ. Τί πόλη, και θα γίνει τρίμμα η δόλια!
ΠΟΛ. Μέλι αττικό από πάνω ας ρίξω τώρα.
ΤΡΥ. Τέσσερις οβολούς στοιχίζει τούτο·
πάρε άλλο μέλι· τ᾽ αττικό άφησέ το.
ΠΟΛ., φωνάζει.
Τάραχε, δούλε!
ΤΑΡΑΧΟΣ
Τί με κράζεις; ΠΟΛ. Δάκρυα
θα χύσεις· έτσι στέκεσαι; Άρπα μία,
Τον χαστουκίζει.
ΤΡΥ. Τί τσουχτερή! ΤΑΡ. Οχ, αφέντη, αλίμονό μου.
ΤΡΥ. Μην έβαλε και σκόρδα στη σφαλιάρα;
ΠΟΛ. Φέρε ένα γουδοχέρι. ΤΑΡ. Πού να τό ᾽βρω;
260χτες μόλις κουβαλήσαμε, καημένε.
ΠΟΛ. Τρέξε στους Αθηναίους και ζήτησε ένα.
ΤΑΡ. Καλά, πηγαίνω· (Μέσα του.) αλλιώς, θα μου τις βρέξει.
ΤΡΥΓ., στους θεατές.
Τί θα κάμουμε, ανθρώποι φουκαράδες;
Το βλέπετε τί κίνδυνος μας ζώνει·
αν φέρει το γουδόχερο, τις πόλεις
θα κάθεται μ᾽ αυτό να τις στουμπίζει.
Ω Διόνυσε, ας χαθεί κι ας μη γυρίσει.