Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (149-179)


ΤΡ. ἐμοὶ μελήσει ταῦτά γ᾽. ἀλλὰ χαίρετε.
150ὑμεῖς δέ γ᾽, ὑπὲρ ὧν τοὺς πόνους ἐγὼ πονῶ,
μὴ βδεῖτε μηδὲ χέζεθ᾽ ἡμερῶν τριῶν·
ὡς εἰ μετέωρος οὗτος ὢν ὀσφρήσεται,
κατωκάρα ῥίψας με βουκολήσεται.
ἀλλ᾽ ἄγε, Πήγασε, χώρει χαίρων,
155χρυσοχάλινον πάταγον ψαλίων
διακινήσας φαιδροῖς ὠσίν.
τί ποεῖς, τί ποεῖς; ποῖ παρακλίνεις
τοὺς μυκτῆρας πρὸς τὰς λαύρας;
ἵει σαυτὸν θαρρῶν ἀπὸ γῆς,
160κᾆτα δρομαίαν πτέρυγ᾽ ἐκτείνων
ὀρθὸς χώρει Διὸς εἰς αὐλάς,
ἀπὸ μὲν κάκκης τὴν ῥῖν᾽ ἀπέχων,
ἀπό θ᾽ ἡμερίων σίτων πάντων.
ἄνθρωπε, τί δρᾷς, οὗτος ὁ χέζων
165ἐν Πειραιεῖ παρὰ ταῖς πόρναις;
ἀπολεῖς μ᾽, ἀπολεῖς. οὐ κατορύξεις
κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν,
κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω
καὶ μύρον ἐπιχεῖς; ὡς ἤν τι πεσὼν
170ἐνθένδε πάθω, τοὐμοῦ θανάτου
πέντε τάλανθ᾽ ἡ πόλις ἡ Χίων
διὰ τὸν σὸν πρωκτὸν ὀφλήσει.
οἴμ᾽ ὡς δέδοικα, κοὐκέτι σκώπτων λέγω.
ὦ μηχανοποιέ, πρόσεχε τὸν νοῦν, ὡς ἐμὲ
175ἤδη στρέφει τι πνεῦμα περὶ τὸν ὀμφαλόν,
κεἰ μὴ φυλάξεις, χορτάσω τὸν κάνθαρον.
ἀτὰρ ἐγγὺς εἶναι τῶν θεῶν ἐμοὶ δοκῶ·
καὶ δὴ καθορῶ τὴν οἰκίαν τὴν τοῦ Διός.
τίς ἐν Διὸς θύραισιν; οὐκ ἀνοίξετε;


ΤΡΥ. Θα ᾽χω το νου μου. Σας αφήνω· γεια σας.
Ο υπηρέτης και τα κορίτσια μπαίνουν στο σπίτι. — Στους θεατές.
150Κι εσείς, που εγώ για σας πασκίζω τόσο,
κλείστε στερεά κι αέρια για τρεις μέρες·
γιατί αν τα μυριστεί, ψηλά όπως θα ᾽ναι,
κατάκορφα θα ορμήσει να τα χάψει,
κι εγώ θα γκρεμιστώ, θα πάω χαμένος.

Πάμε, Πήγασε· εμπρός, με χαρά!
Τα χρυσά σου τα γκέμια, ντρουν ντρουν, να βροντούν,
και τ᾽ αφτιά να γυαλίζουν στητά.
Μα τί κάνεις, μωρέ, κατά πού
τα ρουθούνια σου γέρνεις; εκεί που περνούν οχετοί;
Αχ υψώσου απ᾽ τη γη θαρρετά·
160με γοργά κι απλωτά τα φτερά
προς του Δία το παλάτι προχώρει γραμμή,
και σ᾽ αυτές τις κοπριές, στις επίγειες τροφές
μη σιμώνεις τη μύτη σου, μη!
Άνθρωπέ μου, τί κάνεις εκεί
στου Πειραιά τα πορνόσπιτα; Βρε, τ᾽ αμολάς;
Με σκοτώνεις, αλί!
Χώστ᾽ τα αμέσως και μάζεψε πάνω τους χώμα πολύ,
χύσε αρώματα, φύτεψε θρούμπι· γιατί
από δω αν γκρεμιστώ κι αν αυτού
170πάθω κάτι, εξαιτίας του δικού σου απαυτού
πέντε τάλαντα τότες
θα πληρώσουνε πρόστιμο οι Χιώτες.

Πώς τρέμω! Τώρα δεν το λέω στ᾽ αστεία.
Μηχανικέ, το νου σου· κάτι αέρια
στριφογυρνούν εδώ στον αφαλό μου·
πρόσεξε μη χορτάσω το σκαθάρι.
Μα στους θεούς κοντά θαρρώ πως είμαι·
νά, βλέπω καθαρά του Δία το σπίτι.
Το σκαθάρι σταματά μπροστά στην πόρτα του παλατιού του Δία.
Του Δία ο θυρωρός ποιός είναι; Ανοίξτε.
Χτυπά την πόρτα πολλές φορές.