ΤΡΥ. Θα ᾽χω το νου μου. Σας αφήνω· γεια σας.
Ο υπηρέτης και τα κορίτσια μπαίνουν στο σπίτι. — Στους θεατές.
150Κι εσείς, που εγώ για σας πασκίζω τόσο,
κλείστε στερεά κι αέρια για τρεις μέρες·
γιατί αν τα μυριστεί, ψηλά όπως θα ᾽ναι,
κατάκορφα θα ορμήσει να τα χάψει,
κι εγώ θα γκρεμιστώ, θα πάω χαμένος.
Πάμε, Πήγασε· εμπρός, με χαρά!
Τα χρυσά σου τα γκέμια, ντρουν ντρουν, να βροντούν,
και τ᾽ αφτιά να γυαλίζουν στητά.
Μα τί κάνεις, μωρέ, κατά πού
τα ρουθούνια σου γέρνεις; εκεί που περνούν οχετοί;
Αχ υψώσου απ᾽ τη γη θαρρετά·
160με γοργά κι απλωτά τα φτερά
προς του Δία το παλάτι προχώρει γραμμή,
και σ᾽ αυτές τις κοπριές, στις επίγειες τροφές
μη σιμώνεις τη μύτη σου, μη!
Άνθρωπέ μου, τί κάνεις εκεί
στου Πειραιά τα πορνόσπιτα; Βρε, τ᾽ αμολάς;
Με σκοτώνεις, αλί!
Χώστ᾽ τα αμέσως και μάζεψε πάνω τους χώμα πολύ,
χύσε αρώματα, φύτεψε θρούμπι· γιατί
από δω αν γκρεμιστώ κι αν αυτού
170πάθω κάτι, εξαιτίας του δικού σου απαυτού
πέντε τάλαντα τότες
θα πληρώσουνε πρόστιμο οι Χιώτες.
Πώς τρέμω! Τώρα δεν το λέω στ᾽ αστεία.
Μηχανικέ, το νου σου· κάτι αέρια
στριφογυρνούν εδώ στον αφαλό μου·
πρόσεξε μη χορτάσω το σκαθάρι.
Μα στους θεούς κοντά θαρρώ πως είμαι·
νά, βλέπω καθαρά του Δία το σπίτι.
Το σκαθάρι σταματά μπροστά στην πόρτα του παλατιού του Δία.
Του Δία ο θυρωρός ποιός είναι; Ανοίξτε.
Χτυπά την πόρτα πολλές φορές.
|