Βγαίνουν από το σπίτι οι μικρές κόρες του Τρυγαίου.
ΜΙΑ ΚΟΡΗ
Ω πατερούλη, ω πατέρα, είν᾽ αλήθεια
τούτος ο λόγος που ακούστηκε μέσα στο σπίτι;
Λένε πως φεύγεις μακριά μας με τα όρνια,
πας ανεμόσυρτος, λεν, στα κοράκια.
Αν μ᾽ αγαπάς, πατερούλη, για πες την αλήθεια σ᾽ εμένα.
ΤΡΥ. Έτσι τα πράματα δείχνουν, κορούλες μου· αλήθεια, με καίει
120να μου ζητάτε ψωμί, «πατερούλη γλυκέ» να μου λέτε,
και παραδάκι σταλιά να μη βρίσκεται μέσα στο σπίτι.
Αλλ᾽ αν πετύχω και πίσω γυρίσω, θα τα ᾽χετε εντάξει,
και μια μεγάλη κουλούρα, μαζί και προσφάι μια σφαλιάρα.
ΚΟΡ. Και ποιός ο δρόμος για να πας στα ουράνια;
Σίγουρα, πλοίο για κει δεν αρμενίζει.
ΤΡΥ. Έχω ζώο φτερωτό, δεν πάω με πλοίο.
ΚΟΡ. Πώς σου ᾽ρθε αυτή η ιδέα, μπαμπά, να ζέψεις
σκαθάρι, στους θεούς για να τραβήξεις;
ΤΡΥ. Πετούμενο άλλο στους θεούς δεν πήγε·
130μονάχα αυτό· το λένε οι αισώπειοι μύθοι.
ΚΟΡ. Απίστευτο είν᾽ αυτό που λες, πατέρα·
να πάει στους θεούς ένα έντομο που ζέχνει.
ΤΡΥ. Μισούσε τον αϊτό· για εκδίκηση, έτσι,
πέταξ᾽ εκεί και γκρέμισε τ᾽ αβγά του.
ΚΟΡ. Τον Πήγασο αν καβάλαες, οι θεοί
θα σ᾽ έβλεπαν σαν ήρωα τραγωδίας.
ΤΡΥ. Διπλές προμήθειες τότε θα χρειαζόμουν·
τώρα, μ᾽ αυτά τα τρόφιμα που τρώγω,
με τα ίδια θα ταΐζω το σκαθάρι.
140ΚΟΡ. Κι αν πέσει μες στου υγρού πελάου τα βάθη;
Πετούμενο είναι, πώς θα ξενερίσει;
ΤΡΥ. Έχω γι᾽ αυτό κατάλληλο τιμόνι·
μ᾽ αυτό κάνεις καράβι το σκαθάρι.
ΚΟΡ. Και πού θα βρεις λιμάνι για ν᾽ αράξεις;
ΤΡΥ. Στον Πειραιά· Κανθάρου έχει λιμάνι.
ΚΟΡ. Το νου σου μόνο, μην παραπατήσεις
και γκρεμιστείς· αν κουτσαθείς, για θέμα
τραγωδίας θα σε πάρει ο Ευριπίδης.
|