ΠΡΩ. Όποιος θεατής τον έξυπνο μας κάνει,
μπορεί να πει: «Κι αυτά όλα τί σημαίνουν;
Τί θέλει το σκαθάρι;» Ο διπλανός του,
νά, εκείνος — Ίωνας είναι — του ξηγάει:
«Κεντιές, νομίζω, για τον Κλέωνα θα ᾽ναι·
στον Άδη δα κι αυτός βρομιές θα τρώει.»
Μα πάω νερό να δώσω στο σκαθάρι.
Μπαίνει στο στάβλο, με μια κίνηση που δείχνει πως πάει να ουρήσει.
50ΔΕΥ. Εγώ όμως θα ξηγήσω το έργο σε όλους,
στα παιδιά και στ᾽ αντράκια και στους άντρες
και στων αντρών τους κορυφαίους, προπάντων
σ᾽ αυτούς που λεν πως υπεράνθρωποι είναι.
Ο αφέντης μου έχει μια καινούρια τρέλα·
όχι σαν τη δική σας· πιο καινούρια.
Με το στόμ᾽ ανοιχτό κοιτά ολημέρα
τον ουρανό, και με το Δία τα βάζει,
και λέει· «Τί πας να κάμεις, Δία; Παράτα
τη σκούπα· μη ρημάζεις την Ελλάδα.»
60Αα!
Σωπάστε· ακούω, νομίζω, τη φωνή του.
ΤΡΥΓΑΙΟΣ, μέσα από το σπίτι.
Ω, Δία, τί πας να κάμεις το λαό μας;
Στις πολιτείες κουκούτσι δε θ᾽ αφήσεις.
ΔΕΥ. Νά το κακό, ακριβώς όπως σας το ᾽πα·
ακούτε κι οι ίδιοι δείγματα της τρέλας.
Όταν τον πρωτοχτύπησε η αρρώστια,
μιλούσε μοναχός του κι έλεγε έτσι:
«Με ποιόν τρόπο να πάω γραμμή στο Δία;»
Ψιλές σκαλίτσες φτιάχνοντας κατόπι
70κοίταε μ᾽ αυτές να σκαρφαλώσει στα ύψη,
ώσπου πέφτει και σπάει την κεφαλή του.
Πηγαίνει χτες — πού στη οργή δεν ξέρω —
και κουβαλά στο σπίτι ένα τεράστιο
σκαθάρι αιτναίικο· κι έπειτα με βάζει
με το στανιό ιπποκόμος του να γίνω,
μα κι ο ίδιος το χαϊδεύει σαν πουλάρι.
«Πηγασάκι, του λέει, γενναία φτερούγα,
πάρε με και γοργά πέτα στο Δία.»
Μα ας σκύψω δώθε, για να δω τί κάνει.
80Συφορά μου. Γειτόνοι, τρέξτε, τρέξτε·
ανάερα πάει, ψηλώνει προς τα ουράνια.
|