Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Εἰρήνη (43-81)


ΟΙ. Α’ οὐκοῦν ἂν ἤδη τῶν θεατῶν τις λέγοι
νεανίας δοκησίσοφος· «τόδε πρᾶγμα τί;
45ὁ κάνθαρος δὲ πρὸς τί;» κᾆτ᾽ αὐτῷ γ᾽ ἀνὴρ
Ἰωνικός τίς φησι παρακαθήμενος·
«δοκέω μέν, ἐς Κλέωνα τοῦτ᾽ αἰνίσσεται,
ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει.»
ἀλλ᾽ εἰσιὼν τῷ κανθάρῳ δώσω πιεῖν.
50ΟΙ. Β’ ἐγὼ δὲ τὸν λόγον γε τοῖσι παιδίοις
καὶ τοῖσιν ἀνδρίοισι καὶ τοῖς ἀνδράσιν
καὶ τοῖς ὑπερτάτοισιν ἀνδράσιν φράσω
καὶ τοῖς ὑπερηνορέουσιν ἔτι τούτοις μάλα.
ὁ δεσπότης μου μαίνεται καινὸν τρόπον,
55οὐχ ὅνπερ ὑμεῖς, ἀλλ᾽ ἕτερον καινὸν πάνυ.
δι᾽ ἡμέρας γὰρ εἰς τὸν οὐρανὸν βλέπων
ὡδὶ κεχηνὼς λοιδορεῖται τῷ Διὶ
καί φησιν· «ὦ Ζεῦ, τί ποτε βουλεύει ποεῖν;
κατάθου τὸ κόρημα· μὴ ᾽κκόρει τὴν Ἑλλάδα.»
60ἔα ἔα·
σιγήσαθ᾽, ὡς φωνῆς ἀκούειν μοι δοκῶ.

ΤΡΥΓΑΙΟΣ
ὦ Ζεῦ, τί δρασείεις ποθ᾽ ἡμῶν τὸν λεών;
λήσεις σεαυτὸν τὰς πόλεις ἐκκοκκίσας.
ΟΙ. Β’ τοῦτ᾽ ἔστι τουτὶ τὸ κακὸν αὔθ᾽ οὑγὼ ᾽λεγον·
65τὸ γὰρ παράδειγμα τῶν μανιῶν ἀκούετε·
ἃ δ᾽ εἶπε πρῶτον ἡνίκ᾽ ἤρχεθ᾽ ἡ χολὴ
πεύσεσθ᾽. ἔφασκε γὰρ πρὸς αὑτὸν ἂν ταδί·
«πῶς ἄν ποτ᾽ ἀφικοίμην ἂν εὐθὺ τοῦ Διός;»
ἔπειτα λεπτὰ κλιμάκια ποιούμενος,
70πρὸς ταῦτ᾽ ἀνηρριχᾶτ᾽ ἂν εἰς τὸν οὐρανόν,
ἕως ξυνετρίβη τῆς κεφαλῆς καταρρυείς.
ἐχθὲς δὲ μετὰ ταῦτ᾽ ἐκφθαρεὶς οὐκ οἶδ᾽ ὅποι
εἰσήγαγ᾽ Αἰτναῖον μέγιστον κάνθαρον,
κἄπειτα τοῦτον ἱπποκομεῖν μ᾽ ἠνάγκασεν,
75καὐτὸς καταψῶν αὐτὸν ὥσπερ πωλίον·
«ὦ Πηγάσειον,» φησί, «γενναῖον πτερόν,
ὅπως πετήσει μ᾽ εὐθὺ τοῦ Διὸς λαβών.»
ἀλλ᾽ ὅ τι ποεῖ τῃδὶ διακύψας ὄψομαι.
οἴμοι τάλας· ἴτε δεῦρο δεῦρ᾽, ὦ γείτονες·
80ὁ δεσπότης γάρ μου μετέωρος αἴρεται
ἱππηδὸν εἰς τὸν ἀέρ᾽ ἐπὶ τοῦ κανθάρου.


ΠΡΩ. Όποιος θεατής τον έξυπνο μας κάνει,
μπορεί να πει: «Κι αυτά όλα τί σημαίνουν;
Τί θέλει το σκαθάρι;» Ο διπλανός του,
νά, εκείνος — Ίωνας είναι — του ξηγάει:
«Κεντιές, νομίζω, για τον Κλέωνα θα ᾽ναι·
στον Άδη δα κι αυτός βρομιές θα τρώει.»
Μα πάω νερό να δώσω στο σκαθάρι.
Μπαίνει στο στάβλο, με μια κίνηση που δείχνει πως πάει να ουρήσει.
50ΔΕΥ. Εγώ όμως θα ξηγήσω το έργο σε όλους,
στα παιδιά και στ᾽ αντράκια και στους άντρες
και στων αντρών τους κορυφαίους, προπάντων
σ᾽ αυτούς που λεν πως υπεράνθρωποι είναι.
Ο αφέντης μου έχει μια καινούρια τρέλα·
όχι σαν τη δική σας· πιο καινούρια.
Με το στόμ᾽ ανοιχτό κοιτά ολημέρα
τον ουρανό, και με το Δία τα βάζει,
και λέει· «Τί πας να κάμεις, Δία; Παράτα
τη σκούπα· μη ρημάζεις την Ελλάδα.»
60Αα!
Σωπάστε· ακούω, νομίζω, τη φωνή του.

ΤΡΥΓΑΙΟΣ, μέσα από το σπίτι.
Ω, Δία, τί πας να κάμεις το λαό μας;
Στις πολιτείες κουκούτσι δε θ᾽ αφήσεις.
ΔΕΥ. Νά το κακό, ακριβώς όπως σας το ᾽πα·
ακούτε κι οι ίδιοι δείγματα της τρέλας.
Όταν τον πρωτοχτύπησε η αρρώστια,
μιλούσε μοναχός του κι έλεγε έτσι:
«Με ποιόν τρόπο να πάω γραμμή στο Δία;»
Ψιλές σκαλίτσες φτιάχνοντας κατόπι
70κοίταε μ᾽ αυτές να σκαρφαλώσει στα ύψη,
ώσπου πέφτει και σπάει την κεφαλή του.
Πηγαίνει χτες — πού στη οργή δεν ξέρω —
και κουβαλά στο σπίτι ένα τεράστιο
σκαθάρι αιτναίικο· κι έπειτα με βάζει
με το στανιό ιπποκόμος του να γίνω,
μα κι ο ίδιος το χαϊδεύει σαν πουλάρι.
«Πηγασάκι, του λέει, γενναία φτερούγα,
πάρε με και γοργά πέτα στο Δία.»
Μα ας σκύψω δώθε, για να δω τί κάνει.
80Συφορά μου. Γειτόνοι, τρέξτε, τρέξτε·
ανάερα πάει, ψηλώνει προς τα ουράνια.