Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Συμπόσιον (223b-223d)


[223b] Τὸν μὲν οὖν Ἀγάθωνα ὡς κατακεισόμενον παρὰ τῷ Σωκράτει ἀνίστασθαι· ἐξαίφνης δὲ κωμαστὰς ἥκειν παμπόλλους ἐπὶ τὰς θύρας, καὶ ἐπιτυχόντας ἀνεῳγμέναις ἐξιόντος τινὸς εἰς τὸ ἄντικρυς πορεύεσθαι παρὰ σφᾶς καὶ κατακλίνεσθαι, καὶ θορύβου μεστὰ πάντα εἶναι, καὶ οὐκέτι ἐν κόσμῳ οὐδενὶ ἀναγκάζεσθαι πίνειν πάμπολυν οἶνον. τὸν μὲν οὖν Ἐρυξίμαχον καὶ τὸν Φαῖδρον καὶ ἄλλους τινὰς ἔφη ὁ Ἀριστόδημος οἴχεσθαι ἀπιόντας, δὲ ὕπνον λαβεῖν, [223c] καὶ καταδαρθεῖν πάνυ πολύ, ἅτε μακρῶν τῶν νυκτῶν οὐσῶν, ἐξεγρέσθαι δὲ πρὸς ἡμέραν ἤδη ἀλεκτρυόνων ᾀδόντων, ἐξεγρόμενος δὲ ἰδεῖν τοὺς μὲν ἄλλους καθεύδοντας καὶ οἰχομένους, Ἀγάθωνα δὲ καὶ Ἀριστοφάνη καὶ Σωκράτη ἔτι μόνους ἐγρηγορέναι καὶ πίνειν ἐκ φιάλης μεγάλης ἐπὶ δεξιά. τὸν οὖν Σωκράτη αὐτοῖς διαλέγεσθαι· καὶ τὰ μὲν ἄλλα ὁ [223d] Ἀριστόδημος οὐκ ἔφη μεμνῆσθαι τῶν λόγων —οὔτε γὰρ ἐξ ἀρχῆς παραγενέσθαι ὑπονυστάζειν τε— τὸ μέντοι κεφάλαιον, ἔφη, προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῖν αὐτοὺς τοῦ αὐτοῦ ἀνδρὸς εἶναι κωμῳδίαν καὶ τραγῳδίαν ἐπίστασθαι ποιεῖν, καὶ τὸν τέχνῃ τραγῳδοποιὸν ὄντα ‹καὶ› κωμῳδοποιὸν εἶναι. ταῦτα δὴ ἀναγκαζομένους αὐτοὺς καὶ οὐ σφόδρα ἑπομένους νυστάζειν, καὶ πρότερον μὲν καταδαρθεῖν τὸν Ἀριστοφάνη, ἤδη δὲ ἡμέρας γιγνομένης τὸν Ἀγάθωνα. τὸν οὖν Σωκράτη, κατακοιμίσαντ᾽ ἐκείνους, ἀναστάντα ἀπιέναι, καὶ ‹ἓ› ὥσπερ εἰώθει ἕπεσθαι, καὶ ἐλθόντα εἰς Λύκειον, ἀπονιψάμενον, ὥσπερ ἄλλοτε τὴν ἄλλην ἡμέραν διατρίβειν, καὶ οὕτω διατρίψαντα εἰς ἑσπέραν οἴκοι ἀναπαύεσθαι.


[223b] Λοιπόν, ο Αγάθων σηκώθηκε και πήγε να ξαπλώσει δίπλα στο Σωκράτη, όταν ξαφνικά γλεντοκόποι πάμπολλοι έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στην πόρτα· τη βρήκαν ανοιχτή, καθώς κάποιος έβγαινε έξω, και τράβηξαν ίσια μέσα και πήραν θέση στο τραπέζι· έγινε πανζουρλισμός και μες σ᾽ απόλυτη ακαταστασία θέλαν δε θέλαν κατέβασαν πάρα πολύ κρασί. Λοιπόν, μου αφηγήθηκε ο Αριστόδημος, ο Ερυξίμαχος και ο Φαίδρος και κάποιοι άλλοι βιάστηκαν να φύγουν, ενώ τον ίδιο τον πήρε ο ύπνος [223c] κι αποκοιμήθηκε βαριά, έτσι που οι νύχτες ήταν αξημέρωτες· και ξύπνησε με το ξημέρωμα, την ώρα που πήραν να λαλούν τα κοκόρια. Και ξυπνώντας είδε ότι οι άλλοι ή αποκοιμήθηκαν ή είχαν φύγει, αλλά ο Αγάθων κι ο Αριστοφάνης κι ο Σωκράτης, μόνοι αυτοί, έμεναν ακόμη ξυπνητοί κι έπιναν από μια μεγάλη κούπα, που έκανε το γύρο απ᾽ τ᾽ αριστερά στα δεξιά. Λοιπόν, ο Σωκράτης έκανε διαλογική συζήτηση μαζί τους· τώρα, ο Αριστόδημος [223d] δε συγκρατούσε στη μνήμη του όλα όσα είπαν —γιατί δεν παρακολούθησε απ᾽ την αρχή τη συζήτηση, αλλά και τα μάτια του έκλειναν από τη νύστα— όμως η ουσία ήταν, είπε, ότι ο Σωκράτης τους υποχρέωσε να παραδεχτούν ότι η ενσυνείδητη γνώση της δημιουργίας και της κωμωδίας και της τραγωδίας είναι προσόν του ίδιου προσώπου, κι αυτός που είναι μετά λόγου γνώσεως ποιητής είναι ο ίδιος και ποιητής τραγωδιών και ποιητής κωμωδιών. Λοιπόν εκείνοι, μην μπορώντας να κάνουν αλλιώς, το παραδέχονταν και, νιώθοντας νύστα, δυσκολεύονταν να τον παρακολουθήσουν· και πρώτα πήρε ο ύπνος τον Αριστοφάνη και, ξημερώματα πια, τον Αγάθωνα. Λοιπόν ο Σωκράτης τους έβαλε να κοιμηθούν και κατόπι σηκώθηκε και πήρε το δρόμο του γυρισμού· κι ο Αριστόδημος, όπως το συνήθιζε, τον ακολούθησε. Κι όταν έφτασε στο Λύκειο, νίφτηκε και πέρασε την υπόλοιπη μέρα του όπως τις άλλες εκεί· πέρασε τη μέρα του έτσι και σαν πήρε να βραδιάζει πήγε στο σπίτι του ν᾽ αναπαυτεί.