[7.7.4] Όταν τ᾽ άκουσε ο Ξενοφώντας αποκρίθηκε: «Είναι δύσκολο να σου απαντήσω, έτσι που μιλάς. Θα πω όμως μερικά πράγματα για χάρη του νεαρού, για να μάθει ποιοί είστε σεις και ποιοί εμείς. [7.7.5] Εμείς λοιπόν προτού να γίνουμε φίλοι σας, βαδίζαμε μέσα σ᾽ αυτήν τη χώρα και πηγαίναμε όπου θέλαμε, λεηλατώντας την και καίγοντάς την κατά τη διάθεσή μας. [7.7.6] Κι εσύ, όσες φορές ερχόσουν και μας έβρισκες σαν απεσταλμένος, κατασκήνωνες κοντά μας, χωρίς να φοβάσαι κανέναν εχθρό. Εσείς, αντίθετα, δεν πατούσατε σε τούτη τη χώρα, κι αν ερχόσαστε καμιά φορά, κατασκηνώνατε με τα άλογα χαλινωμένα σαν να ήταν ισχυρότεροι από σας οι κάτοικοι του τόπου. [7.7.7] Αφού όμως γινήκατε φίλοι μας και εξαιτίας μας εξουσιάζετε με τη βοήθεια των θεών τούτη τη χώρα, φτάσατε στο σημείο να μας διώχνετε απ᾽ αυτήν, ενώ την πήρατε από μας, που την είχαμε στην απόλυτη εξουσία μας. Γιατί, το ξέρεις κι ο ίδιος, οι εχθροί δεν ήταν ικανοί να μας διώξουν. [7.7.8] Και το νομίζεις σωστό να μας βγάλεις από δω χωρίς να μας προσφέρεις δώρα και να μας περιποιηθείς για το καλό που σου κάμαμε. Αντίθετα μάλιστα, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, δεν μας επιτρέπεις, όσο περνάει από το χέρι σου, ούτε να κατασκηνώσουμε. [7.7.9] Τα λες αυτά και δεν ντρέπεσαι ούτε τους θεούς ούτε τον άνθρωπο τούτο, που τώρα σε βλέπει πλούσιο, ενώ προτού γίνεις φίλος μας ζούσες από τη ληστεία, όπως ομολόγησες ο ίδιος. [7.7.10] Αλλά γιατί τα λες αυτά σε μένα; ρώτησε. Δεν είμαι πια εγώ αρχηγός του στρατού παρά οι Λακεδαιμόνιοι, που τους τον παραδώσατε για τον πάρουν από δω. Και τουλάχιστο δεν με φωνάξατε, έξοχοι άνθρωποι, για να τους παραδώσω εγώ το στρατό και να τους προξενήσω τώρα ευχαρίστηση, όπως τους δυσαρέστησα τότε που τον οδήγησα σε σας». [7.7.11] Όταν τ᾽ άκουσε ο Οδρύσης είπε: «Εγώ, Μηδοσάδη, νιώθω τη γη να με καταπίνει, από τη ντροπή μου γι᾽ αυτά που άκουσα. Αν τα ήξερα πρωτύτερα, ούτε θα ερχόμουνα μαζί σου. Τώρα φεύγω. Γιατί ούτε ο Μήδοκος ο βασιλιάς θα με παινούσε, αν έβγαζα έξω από τη χώρα ανθρώπους που μας ευεργέτησαν». [7.7.12] Αυτά είπε κι ανέβηκε πάνω στο άλογό του κι έφυγε μαζί με τους άλλους ιππείς, εκτός από τέσσερις ή πέντε. Ο Μηδοσάδης όμως στενοχωριόταν από τη λεηλασία του τόπου, και γι᾽ αυτό παρακάλεσε τον Ξενοφώντα να φωνάξει τους δυο Λακεδαιμόνιους. [7.7.13] Τούτος πήρε μαζί του τους πιο κατάλληλους κι ήρθε στο Χαρμίνο και στον Πολύνικο και τους είπε πως ο Μηδοσάδης θέλει να τους δει για να τους δηλώσει όσα και στον ίδιο, πως πρέπει δηλαδή να φύγουν από τη χώρα. [7.7.14] Νομίζω λοιπόν, πρόσθεσε, πως εσείς μπορείτε να πάρετε το μισθό που χρωστάνε στους στρατιώτες. Φτάνει να πείτε πως σας παρακάλεσε ο στρατός να τον βοηθήσετε να πάρει το μισθό του από το Σεύθη είτε το θέλει είτε όχι, και πως σας υποσχέθηκε να έρθει μαζί σας πρόθυμα, αν το πετύχετε. Πέστε ακόμα πως σας φαίνονται δίκαιες οι απαιτήσεις των στρατιωτών και πως τους υποσχεθήκατε πως θα φύγετε τότε μονάχα, όταν βρουν το δίκιο τους». [7.7.15] Οι Λακεδαιμόνιοι τ᾽ άκουσαν κι αποκρίθηκαν πως θα τα πουν αυτά και άλλα, όσα μπορούσαν να σκεφτούν καλύτερα. Και ξεκίνησαν αμέσως μαζί με όλα τα κατάλληλα πρόσωπα. Μόλις έφτασαν, ο Χαρμίνος είπε: «Αν έχεις, Μηδοσάδη, να μας πεις κάτι πες το, αλλιώτικα έχουμε να σου πούμε εμείς». [7.7.16] Ο Μηδοσάδης τότε απάντησε πολύ άτολμα: «Κι εγώ κι ο Σεύθης λέμε το ίδιο πράγμα, σας ζητούμε δηλαδή να μη βλάφτετε τους ανθρώπους που έχουν γίνει φίλοι μας. Γιατί οποιοδήποτε κακό τούς κάνετε, είναι σαν να το παθαίνουμε εμείς, αφού βρίσκονται στην εξουσία μας». [7.7.17] «Εμείς, απάντησαν οι Λακεδαιμόνιοι, είμαστε πρόθυμοι να φύγουμε, μόλις πάρουν το μισθό τους εκείνοι που σας βοήθησαν σ᾽ αυτή την υπόθεση. Διαφορετικά, θα έρθουμε τώρα για συμπαράστασή τους και για να εκδικηθούμε τους ανθρώπους που τους αδίκησαν, πατώντας τους όρκους. Αν μάλιστα είστε κι εσείς από κείνους, τότε θ᾽ αρχίσουμε να τιμωρούμε από σας». [7.7.18] Ύστερα μίλησε ο Ξενοφώντας: «Θα θέλατε, Μηδοσάδη, να δώσετε το δικαίωμα στους κατοίκους της χώρας που βρισκόμαστε, αφού παραδέχεστε πως είναι φίλοι σας, ν᾽ αποφασίσουν αν πρέπει να φύγετε σεις από τον τόπο τους ή εμείς;» [7.7.19] Ο Μηδοσάδης σ᾽ αυτά είπε όχι, παρακάλεσε όμως επίμονα τους δυο Λακεδαιμόνιους να πάνε στο Σεύθη και να του ζητήσουν το μισθό, γιατί είχε τη γνώμη πως θα τον καταφέρουν. Αν δεν ήθελαν να πάνε, τους είπε να στείλουν μαζί του τον Ξενοφώντα και τους υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει. Τους πρόσπεσε μονάχα να μην καίνε τα χωριά. |