[4.4.14] Κατόπι νόμισαν πως έπρεπε να χωριστούν πάλι, για να μείνουν στα σπίτια των χωριών. Κι οι στρατιώτες τότε με φωνές και χαρές τραβούσαν για τα σπίτια και για τα τρόφιμα. Όσοι όμως από ανοησία τα έκαψαν πρωτύτερα που έφευγαν, τώρα τιμωρήθηκαν, γιατί η διαμονή τους παρουσίαζε δυσκολίες. [4.4.15] Από κει έστειλαν τη νύχτα το Δημοκράτη τον Τημνίτη μαζί με άλλους στρατιώτες στα βουνά, εκεί που έλεγαν εκείνοι που ξεμάκραιναν από το στρατόπεδο πως έβλεπαν φωτιές. Γιατί είχαν τη γνώμη πως αυτός και πρωτύτερα είχε φέρει ακριβείς πληροφορίες σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις, παρουσιάζοντας και τα πραγματικά σαν πραγματικά και τα ψεύτικα σαν ψεύτικα. [4.4.16] Πήγε λοιπόν και γυρίζοντας είπε πως δεν είδε φωτιές, έπιασε και έφερε όμως έναν άντρα, που κρατούσε τόξο περσικό και φαρέτρα κι ένα τσεκούρι σαν αυτό που κρατούν οι Αμαζόνες. [4.4.17] Όταν τον ρώτησαν ποιά ήταν η πατρίδα του, απάντησε πως είναι Πέρσης και πως ήρθε από το στρατόπεδο του Τιρίβαζου για να πάρει τρόφιμα. Τον ρώτησαν ακόμα πόσος ήταν ο στρατός και για ποιόν σκοπό είχε συγκεντρωθεί. [4.4.18] Κι εκείνος αποκρίθηκε πως εκεί βρισκόταν ο Τιρίβαζος με το στρατό του και με μισθοφόρους Χάλυβες και Ταόχους. Και πρόσθεσε πως όταν οι Έλληνες θα διαβαίνουν το βουνό, στην κλεισούρα που είναι το μοναδικό πέραμα, εκεί θα τους επιτεθεί ο Τιρίβαζος. [4.4.19] Τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατηγοί και αποφάσισαν να συγκεντρώσουν το στρατό. Αμέσως άφησαν φρουρούς και επικεφαλής τους το στρατηγό Σοφαίνετο το Στυμφάλιο, ενώ οι άλλοι άρχισαν να προχωρούν έχοντας για οδηγό τον Πέρση που είχαν πιάσει. [4.4.20] Εκεί που περνούσαν τα βουνά, πήγαν πιο μπροστά οι πελταστές και μόλις ξεχώρισαν το εχθρικό στρατόπεδο έτρεχαν καταπάνω του με δυνατές φωνές, χωρίς να περιμένουν τους οπλίτες. [4.4.21] Και οι βάρβαροι, μόλις άκουσαν το θόρυβο, άρχισαν να φεύγουν χωρίς αντίσταση. Ωστόσο σκοτώθηκαν μερικοί εχθροί, πιάστηκαν καμιά εικοσαριά άλογα και κυριεύτηκε η σκηνή του Τιρίβαζου. Εκεί μέσα βρέθηκαν κρεβάτια με ασημένια πόδια και κούπες και μερικοί άνθρωποι, που έλεγαν πως έχουν για δουλειά τους να φτιάνουν τα ψωμιά και να βάζουν το κρασί στα ποτήρια. [4.4.22] Όταν τα έμαθαν αυτά οι στρατηγοί των οπλιτών, αποφάσισαν να γυρίσουν όσο μπορούσαν γρηγορότερα στο στρατόπεδο, από φόβο μήπως οι εχθροί επιτεθούν σε κείνους που είχαν μείνει εκεί. Γι᾽ αυτό ξαναφώναξαν αμέσως με τη σάλπιγγα τους στρατιώτες κι έφυγαν, κι έφτασαν στο στρατόπεδο την ίδια μέρα. [4.5.1] Την άλλη μέρα έκριναν πως έπρεπε να προχωρήσουν όσο γίνεται γρηγορότερα, προτού ξανασυγκεντρωθεί ο εχθρικός στρατός και πιάσει τα στενά. Γι᾽ αυτό ετοίμασαν τις αποσκευές στη στιγμή κι άρχισαν να προχωρούν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι, έχοντας τώρα πολλούς οδηγούς. Την ίδια μέρα πέρασαν τη βουνοκορφή, όπου είχε σκοπό να τους επιτεθεί ο Τιρίβαζος, και ύστερα στρατοπέδεψαν. [4.5.2] Από κει βάδισαν τρεις σταθμούς σε ακατοίκητη χώρα, προχώρησαν δεκαπέντε παρασάγγες κι έφτασαν στον Ευφράτη ποταμό που, καθώς τον περνούσαν, τα νερά τούς έβρεχαν ως τον αφαλό. Έλεγαν μάλιστα πως και οι πηγές του ήταν κοντά. [4.5.3] Απ᾽ αυτό το μέρος προχωρούσαν ανάμεσα στο άφθονο χιόνι του κάμπου και, βαδίζοντας τρεις σταθμούς, πέρασαν πέντε παρασάγγες. Τον τρίτο σταθμό όμως τον βάδισαν δύσκολα, γιατί φυσούσε βοριάς που τους χτυπούσε στο πρόσωπο κι έκαιγε ολότελα τα πάντα και ξεπάγιαζε τους ανθρώπους. [4.5.4] Τότε ένας μάντης είπε να κάμουν θυσία στον άνεμο. Πραγματικά έγινε η θυσία, και ολοφάνερα είδαν όλοι πως έπαψε η σφοδρότητα του αέρα. Μα και το χιόνι είχε βάθος μια οργιά. Γι᾽ αυτό χάθηκαν και υποζύγια και πολλοί αιχμάλωτοι και καμιά τριανταριά στρατιώτες. [4.5.5] Πάντως εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάβοντας φωτιές, μια και υπήρχαν άφθονα ξύλα στο σταθμό. Όσοι όμως έρχονταν αργά, δεν είχαν ξύλα. Γι᾽ αυτό εκείνοι που είχαν φτάσει πρωτύτερα κι άναβαν τη φωτιά, δεν άφηναν να την πλησιάσουν όσοι έρχονταν αργότερα, εκτός αν τους έδιναν σιτάρι ή κάτι άλλο φαγώσιμο απ᾽ αυτά που τους βρίσκονταν. [4.5.6] Έτσι έδιναν ο ένας στον άλλο ό,τι είχαν. Τότε σε όποιο μέρος άναβαν φωτιά, έλιωνε το χιόνι και σχηματίζονταν μεγάλοι λάκκοι, που πήγαιναν ως το έδαφος. Εκεί μπορούσε κανείς να μετρήσει το βάθος του χιονιού. [4.5.7] Απ᾽ αυτόν τον τόπο προχωρούσαν ολόκληρη την άλλη μέρα ανάμεσα στο χιόνι και πολλοί άνθρωποι εξαντλήθηκαν από την πείνα. Και ο Ξενοφώντας, που βρισκόταν στην οπισθοφυλακή και συναντούσε εκείνους που έπεφταν, δεν ήξερε τί πάθαιναν. [4.5.8] Όταν όμως κάποιος απ᾽ αυτούς που γνώριζαν τί συμβαίνει του είπε ότι οπωσδήποτε εξαντλήθηκαν από την πείνα κι αν φάνε κάτι θα σηκωθούν, πορεύτηκε ως εκεί που ήταν τα υποζύγια και, όπου έβλεπε τίποτε φαγώσιμο, το μοίραζε. Έστελναν κι εκείνους που μπορούσαν να τρέχουν, για να δίνουν κάτι στους εξαντλημένους από την πείνα. |