Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΞΕΝΟΦΩΝ
Κύρου Ἀνάβασις (2.2.13-2.3.9)
[2.2.13] Σε τίποτε άλλο δεν μπορούσε να τους ωφελήσει αυτό το στρατηγικό τέχνασμα, παρά στο να ξεφύγουν και να γλιτώσουν. Η τύχη όμως φάνηκε καλύτερος στρατηγός. Όταν δηλαδή ξημέρωσε, προχωρούσαν έχοντας προς τα δεξιά τον ήλιο, και λογαριάζοντας πως στο ηλιοβασίλεμα θα φτάσουν σε κάτι χωριά της Βαβυλωνίας. Σ᾽ αυτό πραγματικά δεν έπεσαν έξω. [2.2.14] Θα ήταν ακόμη απόγευμα, όταν τους φάνηκε πως είδαν εχθρικό ιππικό. Τότε όσοι από τους Έλληνες έτυχε να βρίσκονται έξω από τις γραμμές τους, έτρεχαν να συνταχτούν. Και ο Αριαίος (που προχωρούσε ανεβασμένος σ᾽ ένα αμάξι, γιατί ήταν τραυματισμένος) κατέβηκε και φόρεσε το θώρακα, καθώς κι εκείνοι που ήταν γύρω του. [2.2.15] Την ώρα που οπλίζονταν, γύρισαν οι ανιχνευτές που είχαν στείλει μπροστά κι είπαν πως δεν ήταν ιππικό, παρά υποζύγια που έβοσκαν. Τότε κατάλαβαν όλοι πως ο βασιλιάς είχε στρατοπεδέψει κάπου κοντά. Μάλιστα φαινόταν και καπνός σε μερικά κοντινά χωριά. [2.2.16] Ο Κλέαρχος δεν οδηγούσε το στράτευμά του εναντία στους εχθρούς, γιατί ήξερε πως οι στρατιώτες ήταν κουρασμένοι και νηστικοί· και ήταν πια αργά. Ωστόσο δεν άλλαξε πορεία, προσέχοντας μήπως νομίσουν ότι φεύγει. Αντίθετα, τράβηξε ίσια και με το ηλιοβασίλεμα έφτασε με τις προφυλακές στα πιο κοντινά χωριά κι έστησαν τις σκηνές. Από τα χωριά αυτά είχε αρπάξει τα πάντα ο βασιλικός στρατός, ακόμα και τα ξύλα των σπιτιών. [2.2.17] Οι πρώτοι στρατιώτες, λοιπόν, στρατοπέδεψαν κάπως καλά. Οι άλλοι όμως, που έρχονταν στα σκοτεινά, στρατοπέδευαν όπως όπως κι έβγαζαν δυνατές φωνές, καλώντας ο ένας τον άλλο, έτσι που να τους ακούν και οι εχθροί. Γι᾽ αυτό όσοι από τους εχθρούς βρίσκονταν πάρα πολύ κοντά τους, έφυγαν από τις σκηνές. [2.2.18] Αυτό φάνηκε την άλλη μέρα, που δεν παρουσιάστηκε πια υποζύγιο ούτε στρατόπεδο ούτε καπνός σε κανένα κοντινό μέρος. Από τον ερχομό του ελληνικού στρατού φοβήθηκε, όπως φαίνεται, και ο βασιλιάς. Αυτό έγινε φανερό από κείνα που έκαμε την άλλη μέρα. [2.2.19] Καθώς προχωρούσε όμως εκείνη η νύχτα, πιάνει φόβος και τους Έλληνες· κι ακουγόταν θόρυβος και χτύπος, όπως είναι φυσικό να γίνεται, όταν πιάσει τους ανθρώπους τρομάρα. [2.2.20] Τότε ο Κλέαρχος έδωσε διαταγή στον πιο καλό κήρυκα της εποχής, που έτυχε να τον έχει στην υπηρεσία του, στον Τολμίδη από την Ήλιδα, πρώτα να κάμει να σωπάσουν κι ύστερα να διαλαλήσει τη διακήρυξη των στρατηγών, πως θα πάρει γι᾽ ανταμοιβή ένα τάλαντο, όποιος καταγγείλει εκείνον που άφησε ελεύθερο το γαϊδούρι μέσα στο στρατόπεδο. [2.2.21] Όταν αυτά διαλαλήθηκαν, κατάλαβαν οι στρατιώτες πως ο φόβος τους ήταν αστήριχτος και οι στρατηγοί τους δεν είχαν πάθει κανένα κακό. Τέλος, με τα ξημερώματα, έδωσε ο Κλέαρχος διαταγή να συνταχθούν οι Έλληνες και να στήσουν τα όπλα στη γη, ακριβώς όπως ήταν την ώρα που ετοιμάζονταν για μάχη. |