[7.1.18] Οι Θηβαίοι κατέβηκαν ανενόχλητοι, κι αφού ενώθηκαν με τους συμμάχους τους —τους Αρκάδες, τους Αργείους και τους Ηλείους— χτύπησαν αμέσως τη Σικυώνα και την Πελλήνη. Εξεστράτευσαν και στην Επίδαυρο, ρημάζοντας τη γη της. Καθώς έφευγαν αποκεί γεμάτοι περιφρόνηση για όλους τους αντιπάλους τους, φτάνοντας κοντά στην πόλη της Κορίνθου κίνησαν τρέχοντας κατά την πύλη που οδηγεί προς τον Φλειούντα, με σκοπό —αν την έβρισκαν ανοιχτή— να ορμήσουν μέσα. [7.1.19] Από την πόλη όμως βγήκε να τους αντιμετωπίσει λίγο ελαφρύ πεζικό, και συνάντησε το επίλεκτο σώμα των Θηβαίων την ώρα που τούτο δεν απείχε ούτε τέσσερα πλέθρα από το τείχος. Οι υπερασπιστές ανέβηκαν στους τύμβους και στα υψώματα, απ᾽ όπου σκότωσαν πάρα πολλούς από την εμπροσθοφυλακή των Θηβαίων με τόξα κι ακόντια, τους έτρεψαν σε φυγή και τους καταδίωξαν για τρία ή τέσσερα στάδια. Ύστερα απ᾽ αυτό οι Κορίνθιοι έσυραν τους νεκρούς κοντά στο τείχος, και κατόπιν τους έδωσαν πίσω μ᾽ εκεχειρία κι έστησαν τρόπαιο. Με τούτο πήραν θάρρος οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. [7.1.20] Αμέσως μετά απ᾽ αυτά τα γεγονότα έφτασαν οι ενισχύσεις που έστελνε στους Λακεδαιμονίους ο Διονύσιος: περισσότερα από είκοσι πολεμικά, με Κέλτες και Ίβηρες και κάπου πενήντα ιππείς. Την άλλη μέρα οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους παρατάχτηκαν έτσι που να καλύπτουν όλη την πεδιάδα, από τη θάλασσα ώς τους λόφους που είναι κοντά στην πόλη, και κατέστρεψαν ό,τι χρήσιμο υπήρχε στην πεδιάδα. Το ιππικό των Αθηναίων και των Κορινθίων, βλέποντας τον εχθρικό στρατό δυνατό και πολυάριθμο, δεν τον πλησίαζε πολύ. [7.1.21] Οι ιππείς που είχε στείλει ο Διονύσιος, ωστόσο, αν και λιγοστοί, σκόρπισαν σε διάφορα σημεία και, περνώντας με καλπασμό κοντά στις εχθρικές γραμμές, έριχναν τ᾽ ακόντιά τους· μόλις εξορμούσαν οι άλλοι καταπάνω τους εκείνοι αποτραβιόνταν, αλλά ύστερα γύριζαν ξανά και τους χτυπούσαν με τ᾽ ακόντια. Ενόσω τα ᾽καναν αυτά, ξεπέζευαν κιόλας για να ξεκουραστούν — αν όμως τύχαινε εκείνη τη στιγμή να τους επιτεθεί εχθρικό ιππικό, πηδούσαν γοργά στ᾽ άλογά τους και ξέφευγαν· κι αν πάλι τους καταδίωκε κάποιο εχθρικό απόσπασμα ώς πολύ μακριά από το στράτευμα, κάθε φορά που οπισθοχωρούσε εκείνοι του έκαναν επίθεση με τ᾽ ακόντια· μ᾽ αυτόν τον τρόπο τού προκαλούσαν μεγάλη φθορά κι ανάγκαζαν ολόκληρο το αντίπαλο στράτευμα να προχωρεί και να υποχωρεί εξαιτίας τους. [7.1.22] Ύστερα από αυτά οι Θηβαίοι δεν έμειναν παρά λίγες μέρες· κατόπιν γύρισαν κι εκείνοι στον τόπο τους, και οι σύμμαχοί τους ο καθένας στη δική του πατρίδα. Τότε οι δυνάμεις του Διονυσίου εισέβαλαν στη Σικυώνα, έδωσαν μάχη με τους Σικυωνίους στην πεδιάδα και τους νίκησαν, σκοτώνοντάς τους κάπου εβδομήντα άνδρες· κατέλαβαν και τα τείχη της Δέρας μ᾽ έφοδο. Μετά από τούτες τις επιτυχίες, η πρώτη επικουρία του Διονυσίου έβαλε πλώρη ξανά για τις Συρακούσες. [368 π.Χ.] Ώς εκείνο τον καιρό, οι Θηβαίοι κι όλοι όσοι είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους δρούσαν και οργάνωναν τις εκστρατείες τους από κοινού κάτω από την αρχηγία των Θηβαίων. [7.1.23] Τότε όμως παρουσιάστηκε κάποιος Λυκομήδης από τη Μαντίνεια — άνθρωπος φιλόδοξος, που ανήκε σε μιαν από τις καλύτερες οικογένειες και ξεχώριζε με τα πλούτη του· αυτός κέντρισε την αλαζονεία των Αρκάδων λέγοντάς τους ότι εκείνοι ήταν οι μόνοι που είχαν την Πελοπόννησο πατρίδα, μια κι ήταν οι μοναδικοί κάτοικοί της που ήταν ντόπιοι, και ότι η φυλή τους ήταν η πιο πολυάνθρωπη στην Ελλάδα και η πιο λεβεντόκορμη. Και για να τους αποδείξει πως ήταν οι πιο γενναίοι πολεμιστές απ᾽ όλους, ανέφερε τούτα τα επιχειρήματα: ότι όποτε είχε κάποιος ανάγκη από βοηθητικό στρατό, προτιμούσε τους Αρκάδες απ᾽ οποιουσδήποτε άλλους· κι ακόμα, ότι ούτε οι Λάκωνες εισέβαλαν ποτέ στο έδαφος της Αθήνας χωρίς τους Αρκάδες, ούτε οι Θηβαίοι θα ᾽χαν φτάσει δίχως αυτούς στη Λακεδαίμονα: [7.1.24] «Αν έχετε λοιπόν μυαλό, θα πάψετε ν᾽ ακολουθείτε όποιον σας το ζητάει· γιατί όπως άλλοτε που ακολουθούσατε τους Λακεδαιμονίους εκείνοι δυνάμωσαν, έτσι και τώρα· αν ακολουθείτε τους Θηβαίους στα τυφλά, και δεν απαιτήσετε να ᾽χετε σειρά στην αρχηγία, ίσως γρήγορα ν᾽ ανακαλύψετε πως δεν είναι διαφορετικοί από τους Λακεδαιμονίους». Ακούγοντας αυτά, οι Αρκάδες φούσκωναν από καμάρι και λάτρευαν τον Λυκομήδη, νομίζοντάς τον μοναδικό· για τούτο διόριζαν άρχοντες όποιους τους πρότεινε εκείνος. Ωστόσο και τα ίδια τα γεγονότα μεγάλωναν την αυτοπεποίθηση των Αρκάδων: [7.1.25] όταν οι Αργείοι εισέβαλαν στην Επίδαυρο κι αποκλείστηκαν στο έδαφός της από τις δυνάμεις του Χαβρία —μισθοφόρους, Αθηναίους και Κορινθίους—, οι Αρκάδες πήγαν να τους βοηθήσουν και, μόλο που δεν είχαν ν᾽ αντιμετωπίσουν μονάχα εχθρικό στρατό αλλά και δύσβατους τόπους, κατόρθωσαν να γλιτώσουν τους Αργείους από τον κλοιό που τους έσφιγγε ολόγυρα. Και στην εκστρατεία τους όμως εναντίον της Ασίνης, στη Λακωνία, και τη λακεδαιμονική φρουρά νίκησαν, και τον Γεράνορα —τον πολέμαρχο που είχε γίνει Σπαρτιάτης— σκότωσαν, και το προάστιο της Ασίνης λεηλάτησαν. Εξάλλου όποτε αποφάσιζαν μια πολεμική επιχείρηση, δεν τους σταματούσαν μήτε νύχτα, μήτε καταιγίδα, μήτε απόσταση, μήτε δύσβατα βουνά· το αποτέλεσμα ήταν ότι εκείνο τον καιρό θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ ανώτερους απ᾽ όλους τους άλλους. [7.1.26] Φυσικό ήταν, με τούτα, η αλλοτινή φιλία των Θηβαίων για τους Αρκάδες να μεταβληθεί σε κρυφή ζήλια. Οι Ηλείοι πάλι διεκδικούσαν από τους Αρκάδες τις πόλεις που είχαν αφαιρέσει από την εξουσία τους οι Λακεδαιμόνιοι, διαπίστωναν όμως ότι οι Αρκάδες όχι μόνο δεν έδιναν καμιά σημασία στα διαβήματά τους, αλλά έκαναν ένα σωρό περιποιήσεις στους Τριφυλίους και στους άλλους που είχαν αποστατήσει από την Ηλεία, επειδή έλεγαν πως ήταν Αρκάδες· για τούτο κι οι Ηλείοι ήταν κι αυτοί δυσαρεστημένοι με τους Αρκάδες. |