Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντες (22-23)


ΧΑΡΩΝ
[22] Ἓν ἔτι ἐπόθουν, ὦ Ἑρμῆ, εἰδέναι, καί μοι δείξας αὐτὸ ἐντελῆ ἔσῃ τὴν περιήγησιν πεποιημένος, τὰς ἀποθήκας τῶν σωμάτων, ἵνα κατορύττουσι, θεάσασθαι.
ΕΡΜΗΣ
Ἠρία, ὦ Χάρων, καὶ τύμβους καὶ τάφους καλοῦσι τὰ τοιαῦτα. πλὴν τὰ πρὸ τῶν πόλεων ἐκεῖνα τὰ χώματα ὁρᾷς καὶ τὰς στήλας καὶ πυραμίδας; ἐκεῖνα πάντα νεκροδοχεῖα καὶ σωματοφυλάκιά ἐστιν.
ΧΑΡΩΝ
Τί οὖν ἐκεῖνοι στεφανοῦσι τοὺς λίθους καὶ χρίουσι μύρῳ; οἱ δὲ καὶ πυρὰν νήσαντες πρὸ τῶν χωμάτων καὶ βόθρον τινὰ ὀρύξαντες καίουσί τε ταυτὶ τὰ πολυτελῆ δεῖπνα καὶ εἰς τὰ ὀρύγματα οἶνον καὶ μελίκρατον, ὡς γοῦν εἰκάσαι, ἐγχέουσιν;
ΕΡΜΗΣ
Οὐκ οἶδα, ὦ πορθμεῦ, τί ταῦτα πρὸς τοὺς ἐν Ἅιδου· πεπιστεύκασι δ᾽ οὖν τὰς ψυχὰς ἀναπεμπομένας κάτωθεν δειπνεῖν μὲν ὡς οἷόν τε περιπετομένας τὴν κνῖσαν καὶ τὸν καπνόν, πίνειν δὲ ἀπὸ τοῦ βόθρου τὸ μελίκρατον.
ΧΑΡΩΝ
Ἐκείνους ἔτι πίνειν ἢ ἐσθίειν, ὧν τὰ κρανία ξηρότατα; καίτοι γελοῖός εἰμι σοὶ λέγων ταῦτα ὁσημέραι κατάγοντι αὐτούς. οἶσθα οὖν εἰ δύναιντ᾽ ἂν ἔτι ἀνελθεῖν ἅπαξ ὑποχθόνιοι γενόμενοι. ἐπεί τοι καὶ παγγέλοια ἄν, ὦ Ἑρμῆ, ἔπασχον, οὐκ ὀλίγα πράγματα ἔχων, εἰ ἔδει μὴ κατάγειν μόνον αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αὖθις ἀνάγειν πιομένους. ὦ μάταιοι, τῆς ἀνοίας, οὐκ εἰδότες ἡλίκοις ὅροις διακέκριται τὰ νεκρῶν καὶ τὰ ζώντων πράγματα καὶ οἷα τὰ παρ᾽ ἡμῖν ἐστι καὶ ὅτι
κάτθαν᾽ ὁμῶς ὅ τ᾽ ἄτυμβος ἀνὴρ ὅς τ᾽ ἔλλαχε τύμβου,
ἐν δὲ ἰῇ τιμῇ Ἶρος κρείων τ᾽ Ἀγαμέμνων·
Θερσίτῃ δ᾽ ἶσος Θέτιδος παῖς ἠϋκόμοιο
πάντες δ᾽ εἰσὶν ὁμῶς νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα,
γυμνοί τε ξηροί τε κατ᾽ ἀσφοδελὸν λειμῶνα.
ΕΡΜΗΣ
[23] Ἡράκλεις, ὡς πολὺν τὸν Ὅμηρον ἐπαντλεῖς. ἀλλ᾽ ἐπείπερ ἀνέμνησας, ἐθέλω σοι δεῖξαι τὸν τοῦ Ἀχιλλέως τάφον. ὁρᾷς τὸν ἐπὶ τῇ θαλάττῃ; Σίγειον μὲν ἐκεῖθέν ἐστι τὸ Τρωϊκόν· ἀντικρὺ δὲ ὁ Αἴας τέθαπται ἐν τῷ Ῥοιτείῳ.
ΧΑΡΩΝ
Οὐ μεγάλοι, ὦ Ἑρμῆ, οἱ τάφοι. τὰς πόλεις δὲ τὰς ἐπισήμους δεῖξόν μοι ἤδη, ἃς κάτω ἀκούομεν, τὴν Νίνον τὴν Σαρδαναπάλλου καὶ Βαβυλῶνα καὶ Μυκήνας καὶ Κλεωνὰς καὶ τὴν Ἴλιον αὐτήν· πολλοὺς γοῦν μέμνημαι διαπορθμεύσας ἐκεῖθεν, ὡς δέκα ὅλων ἐτῶν μὴ νεωλκῆσαι μηδὲ διαψῦξαι τὸ σκαφίδιον.
ΕΡΜΗΣ
Ἡ Νίνος μέν, ὦ πορθμεῦ, ἀπόλωλεν ἤδη καὶ οὐδὲ ἴχνος ἔτι λοιπὸν αὐτῆς, οὐδ᾽ ἂν εἴποις ὅπου ποτὲ ἦν· ἡ Βαβυλὼν δέ σοι ἐκείνη ἐστὶν ἡ εὔπυργος, ἡ τὸν μέγαν περίβολον, οὐ μετὰ πολὺ καὶ αὐτὴ ζητηθησομένη ὥσπερ ἡ Νίνος· Μυκήνας δὲ καὶ Κλεωνὰς αἰσχύνομαι δεῖξαί σοι, καὶ μάλιστα τὸ Ἴλιον. ἀποπνίξεις γὰρ εὖ οἶδ᾽ ὅτι τὸν Ὅμηρον κατελθὼν ἐπὶ τῇ μεγαληγορίᾳ τῶν ἐπῶν. πλὴν ἀλλὰ πάλαι μὲν ἦσαν εὐδαίμονες, νῦν δὲ τεθνᾶσι καὶ αὗται· ἀποθνήσκουσι γάρ, ὦ πορθμεῦ, καὶ πόλεις ὥσπερ ἄνθρωποι, καὶ τὸ παραδοξότατον, καὶ ποταμοὶ ὅλοι· Ἰνάχου γοῦν οὐδὲ τάφος ἔτι ἐν Ἄργει καταλείπεται.


ΧΑΡΟΝΤΑΣ
[22] Ένα πράγμα ακόμη θα ήθελα να μάθω, Ερμή, κι αν μου το δείξεις κι αυτό, θα μου έχεις κάνει την τέλεια ξενάγηση. Θα ήθελα να δω τις αποθήκες των σωμάτων, εκεί δηλαδή που τα θάβουνε.
ΕΡΜΗΣ
Μνήματα και τύμβους και τάφους τα ονομάζουν αυτά, Χάροντα. Βλέπεις όμως έξω από τις πόλεις εκείνους τους σωρούς χωμάτων και τις στήλες και τις πυραμίδες; Όλα εκείνα είναι νεκροδοχεία και σωματοφυλάκια.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Γιατί λοιπόν εκείνοι στεφανώνουν τις πέτρες και τις αλείφουν με άρωμα, κι άλλοι από κει στοίβαξαν ξύλα για φωτιά μπροστά από τους σωρούς των χωμάτων, έσκαψαν κι έναν λάκκο, και καίνε αυτά εκεί τα πανάκριβα φαγητά και χύνουν στους λάκκους, απ᾽ όσο τουλάχιστον μπορώ να καταλάβω, κρασί και νερόμελο;
ΕΡΜΗΣ
Δεν ξέρω, περαματάρη, τί σχέση έχουν αυτά με τους κατοίκους του Άδη. Πιστεύουν όμως ότι μπορούν οι ψυχές να ανεβαίνουν από κάτω και να τρώνε, όσο τους είναι δυνατό, πετώντας γύρω από την τσίκνα και τον καπνό, και να πίνουν από τον λάκκο το νερόμελο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Να πίνουν και να τρώνε ακόμη εκείνοι, που τα κρανία τους είναι κατάξερα; Είναι βέβαια αστείο να τα λέω αυτά σ᾽ εσένα, που τους κατεβάζεις κάτω κάθε μέρα. Ξέρεις καλά αν μπορούν πια να ανεβούν επάνω, από τη στιγμή που έγιναν κάτοικοι του κάτω κόσμου. Κι ακόμη, Ερμή, θα ήμουνα για γέλια και θα βρισκόμουνα σε μεγάλη ταλαιπωρία, αν θα έπρεπε όχι μόνο να τους κατεβάζω κάτω, αλλά και να τους ανεβάζω πάλι επάνω για να πιούνε. Ανόητοι, τί παραλογισμός! Δεν ξέρουν με τί αξεπέραστα σύνορα διαχωρίζονται οι κόσμοι των νεκρών και των ζωντανών, και τί λογής είναι τα δικά μας, και ότι
πέθαν᾽ εξίσου ο άταφος κι αυτός που τάφο έχει,
ίδια τιμή ο Ίρος πια κι ο ένδοξος Αγαμέμνων·
με τον Θερσίτη, τον γνωστό για τη μεγάλη ασχήμια,
ίδιος ο γιος της Θέτιδας της ομορφομαλλούσας·
όλοι τους είναι πια νεκρών αδύναμα κεφάλια,
όλοι γυμνοί, μα και ξεροί, στο ασφοδελό λιβάδι.
ΕΡΜΗΣ
[23] Ηρακλή μου, πόσο πολλά αντλείς από τον Όμηρο! Αλλά, μια και μου το θύμισες, θέλω να σου δείξω και τον τάφο του Αχιλλέα. Βλέπεις αυτόν εκεί, κοντά στη θάλασσα; Το Σίγειο είναι εκεί κάτω το Τρωικό, ενώ απέναντι είναι θαμμένος ο Αίαντας στο Ροίτειο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Δεν είναι μεγάλοι, Ερμή, οι τάφοι τους. Δείξε μου όμως τώρα και τις διάσημες πόλεις, για τις οποίες ακούγαμε κάτω, τη Νινευή του Σαρδανάπαλου και τη Βαβυλώνα και τις Μυκήνες και τις Κλεωνές και την ίδια την Τροία. Θυμάμαι, ξέρεις, ότι πολλούς από κει τους μετέφερα απέναντι, ώστε επί δέκα ολόκληρα χρόνια δεν άραξα ούτε έκανα καθόλου συντήρηση στο καραβάκι μου.
ΕΡΜΗΣ
Η Νινευή, περαματάρη, έχει ήδη αφανιστεί και δεν υπάρχει πια ούτε καν κάποιο ίχνος της, ούτε και θα μπορούσες να εντοπίσεις πού ήταν κάποτε. Η Βαβυλώνα, που ρώτησες, είναι εκείνη με τους ωραίους πύργους, με το μεγάλο τείχος γύρω της, αλλά μετά από λίγο θα την αναζητούν κι αυτήν, όπως και τη Νινευή. Όσο για τις Μυκήνες και τις Κλεωνές, ντρέπομαι να σου τις δείξω, και ιδιαίτερα την Τροία. Ξέρω καλά πως, όταν κατεβείς κάτω, θα πνίξεις τον Όμηρο για την καυχησιολογία των ποιημάτων του. Παλαιότερα βέβαια ήταν ευτυχισμένες, τώρα όμως έχουν πεθάνει κι αυτές· γιατί πεθαίνουνε, περαματάρη, και οι πόλεις, και το πιο παράξενο, ακόμη και ολόκληρα ποτάμια. Του Ινάχου, για παράδειγμα, δεν υπάρχει πια στο Άργος ούτε καν τάφρος.