ΙΒΥΚΟΣ
απ. 286 Page
ἦρι μὲν αἵ τε Κυδώνιαι |
Την άνοιξην ανθούν οι κυδωνιές από νερά τρεχάτα ποτισμένες εκεί που κήπον άβατο πανώριες έχουν νιες κι οι πετρουλλίδες θρέφονται στ᾽ αμπέλια σκεπασμένες. Και μόν᾽ ο έρως μου ουδέ μια κατάκοιτος στιγμή, σαν τον Βοριά, σαν τον Θρακιά, που μ᾽ αστραπές παλεύει, με της Παφίας την τρελήν ορμή του νου μου τα θεμέλια μού σαλεύει! |
Την άνοιξη κι οι κυδωνιές, που απ᾽ τα νερά ποτίζονται των ποταμιών μες στων Νυμφών τον κήπο τον απάτητο, και τα μπουμπούκια των κλημάτων, που στα βλαστάρια αξαίνουνε κάτω απ᾽ τα κληματόφυλλα με τον παχύ τον ίσκιο — ανθίζουν. Όμως για εμέ καμιά εποχή δεν ησυχάζει ο έρωτας. Καθώς θρακιάς, που απ᾽ αστραπή φλογίζεται, απ᾽ της Κύπριδας τα στήθια ορμώντας μ᾽ άγριες τρέλες, τρομογεννήτης, άφοβος, απ᾽ τα μικρά τα χρόνια μου γερά κρατάει το νου μου σκλάβο. |
Την άνοιξη ανθίζουν οι κυδωνιές, νοτισμένες απ᾽ τα τρεχούμενα ποτάμια, εκεί που βρίσκεται ο άβατος κήπος των παρθένων, και τ᾽ άνθη της κληματαριάς μεγαλώνουν και δυναμώνουν κάτω απ᾽ τα σκιερά κλωνάρια του κλήματος· για μένα όμως δεν υπάρχει εποχή που να κοιμάται ο έρωτας. Αλλά, σαν τον Θρακιώτη Βοριά, φλεγόμενος από τις αστραπές και πνέοντας από την Κύπριδα, μαύρος κι αδιάντροπος, με μια τρέλα ικανή να μαράνει τα πάντα, συγκλονίζει δυνατά την καρδιά μου απ᾽ τα συθέμελά της. |