ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 347 Lobel-Page
τέγγε πλεύμονας οἴνωι, τὸ γὰρ ἄστρον περιτέλλεται,
ἄχει δ᾽ ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ, ‹πτερύγων δ’ ὕπα
φλόγιον †καθέταν ἐπιπτάμενον καταυδείη†
ἄνθει δὲ σκόλυμος· νῦν δὲ γύναικες μιαρώταται,
ἄσδει. |
στ. 1-3 & 7-9 Μούσκευε το πλεμόνι με κρασί, γιατί το Αστρί του αψήλου παίρνει. Είναι πολύ δυσάρεστη η εποχή κι όλα διψούν απ᾽ το μεγάλο κάμα. Γλυκά μέσα στα φύλλα τραγουδεί ο τζίτζικας… κι ο ασκόλυμπρος ανθίζει. Τώρα οι γυναίκες είναι αδιάντροπες πολύ, κι οι άντρες ισχνοί, γιατί κεφάλι και γόνατα ο Σείριος τα φυραίνει. |
Μούσκεψε τα πνευμόνια σου με κρασί, τώρα που το άστρο γυρνάει και η εποχή είναι σκληρή, κι όλα διψούν μεσα στην κάψα. Μέσ᾽ από τα φυλλώματα ο τζίτζικας ηχεί, και κάτω απ᾽ τα φτερά του ξεχύνεται ένα ατέλειωτο οξύφωνο τραγούδι, όταν απλώνεται το καλοκαίρι φλογερό και ξεραίνει ένα γύρο τα πάντα … χρυσός ο θάμνος ανθεί· τώρα οι γυναίκες είναι επιθετικότερες παρά ποτέ, και οι άντρες αδύναμοι, γιατί ο Σείριος τούς στραγγίζει κεφάλι και γόνατα. |