ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 346 Lobel-Page
πώνωμεν· τί τὰ λύχν᾽ ὀμμένομεν; δάκτυλος ἀμέρα.
οἶνον γὰρ Σεμέλας καὶ Δίος υἶος λαθικάδεον
πλήαις κὰκ κεφάλας, ‹ἀ› δ᾽ ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ |
Ας πίνουμε· τί καρτερούμε να νυχτώσει; Λίγη είναι η μέρα. Φέρνε μας, παιδί, μεγάλα και σκαλιστά ποτήρια. Το κρασί έχει δώσει ο γιος του Δία και της Σεμέλης στους ανθρώπους για να ξεχνούν τις πίκρες. Κέρνα και ποτήρια γέμιζε όσα κεφάλια, αφού το ανακατέψεις ένα νερό και δυο κρασί· κι ας κατεβαίνουν οι ποτηριές η μια επάνω στην άλλη. |
Να αρχίσει το πιοτό· γιατί να καρτερούμε τους λύχνους; Ένα δάχτυλο μέρα απομένει. Πιάσε, χρυσέ μου, πλουμιστές μεγάλες κούπες· έδωσε στους ανθρώπους το κρασί, τις έγνοιες για να ξεχνούν, ο γιος του Δία και της Σεμέλης. Ένα κρασί και δυο νερό μες στον κρατήρα, και τα ποτήρια γέμιζε καλά ώς τα χείλια· κι ευθύς να κυνηγά το ᾽να ποτήρι το άλλο. |
Εμπρός ας πιούμε. Τί καρτερούμε τα λυχνάρια; Από τη μέρα δεν απόμεινε παρά ένα δάχτυλο. Κατεβάστε παρευθύς τις μεγάλες κούπες από τους πασσάλους. Γιατί της Σεμέλης και του Δία ο γιος χάρισε το κρασί στους ανθρώπους για να λησμονούν τις στεναχώριες τους. Βάλε ένα μέρος νερό και δύο κρασί, γέμισε τα ποτήρια να ξεχειλίσουν, κι ας τσουγκρίσει η μία κύλικα την άλλη. |