ΑΛΚΑΙΟΣ
απ. 38Α Lobel-Page
πῶνε [καὶ μέθυ᾽ ὦ] Μελάνιππ᾽ ἄμ᾽ ἔμοι· τι[. .].[
ζάβαι[ς ἀ]ελίω κόθαρον φάος [ἄψερον
καὶ γὰρ Σίσυφος Αἰολίδαις βασίλευς [ἔφα
ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [δὶς
α]ὔτωι μόχθον ἔχην Κρονίδαις βα̣[σίλευς κάτω
ʹ.].ταβάσομεν αἴ ποτα κἄλλοτα .[
. . . . . . ἄνε]μος βορίαις ἐπι.[ |
στ.1-10 Πίνε λοιπόν, Μελάνιππε, μέθαε μαζί μ᾽ εμένα. Τί λες; Όταν τα κύματα κι εσύ τα ολαπλωμένα
διαβείς κάτου τ᾽ Αχέροντα, μη το ᾽χει ο νους σου βάλει πως θ᾽ αντικρύσεις τ᾽ άχραντο το φως του ηλιού και πάλι;
Έλα, και μη νειρεύεσαι τέτοια μεγάλα· ακόμα κι ο γιος του Αιόλου, ο Σίσυφος ο βασιλιάς, που ο νους του
κατέβαζε όσα κανενός, τ᾽ ορκίστηκε, το χώμα να μη τον φάει· κι όμως κι αυτός, μ᾽ όλους τους στοχασμούς του,
από τη μοίρα αρπάχτηκε και δυο φορές το κύμα που στροβιλίζ᾽ ο Αχέροντας εδιάβη, και με κρίμα·
και τὄρισε του Κρόνου ο Γιος μεγάλο μόχτο νά βρει, μόχτο βαρύ κι ανήκουστο μέσα στη γη τη μαύρη. |