ΑΛΚΜΑΝ
απ. 3.7-9 και 61-75 Page
[ ... ]
[ ... ]
Ἀ[σ]τυμέλοισα δέ μ᾽ οὐδὲν ἀμείβεται
[Ἀ]στυμέλοισα κατὰ στρατόν |
στ. 7-9 (Το τραγούδι) μεμιάς θα σκορπίσει το γλυκό ύπνο από τα βλέφαρά τους, κι εμένα ο πόθος με σπρώχνει να μπω στον αγώνα, όπου στ᾽ αλήθεια θ᾽ αναδέψω τα ξανθά μου τα μαλλιά.
στ. 61-75 Με λαχτάρα που μου λύνει τα μέλη, και (εκείνη) μου ρίχνει ματιές που λιώνουν πιότερο κι από τον ύπνο και το θάνατο· χωρίς λόγο δεν είναι γλυκιά εκείνη. Η Αστυμέλοισα δεν μου απαντά, αλλά, κρατώντας στεφάνι στα χέρια, σαν αστέρι που πέφτει σκίζοντας τον ουρανό όλο λάμψη, ή χρυσό κλωνί, ή τρυφερή αυγούλα … ήρθ᾽ εκείνη ξανοίγοντας το βήμα … η δροσερή χάρη του Κινύρα που ᾽ναι απιθωμένη στα μαλλιά των κοριτσιών … Αστυμέλοισα μες στο πλήθος … αγαπημένη απ᾽ όλους … που έχει κερδίσει τιμή … |