Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης

Επιμ. Σωτήρης Τσέλικας

ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ

απ. 2 West

ἀλλ᾽ εἰ μὲν ταχυτῆτι ποδῶν νίκην τις ἄροιτο
ἢ πενταθλεύων, ἔνθα Διὸς τέμενος
πὰρ Πίσαο ῥοῆις ἐν Ὀλυμπίηι, εἴτε παλαίων
ἢ καὶ πυκτοσύνην ἀλγινόεσσαν ἔχων
εἴτε τὸ δεινὸν ἄεθλον ὃ παγκράτιον καλέουσιν,
ἀστοῖσίν κ᾽ εἴη κυδρότερος προσορᾶν,
καί κε προεδρίην φανερὴν ἐν ἀγῶσιν ἄροιτο,
καί κεν σῖτ᾽ εἴη δημοσίων κτεάνων
ἐκ πόλεως, καὶ δῶρον ὅ οἱ κειμήλιον εἴη—
εἴτε καὶ ἵπποισιν· ταῦτά κε πάντα λάχοι,
οὐκ ἐὼν ἄξιος ὥσπερ ἐγώ· ῥώμης γὰρ ἀμείνων
ἀνδρῶν ἠδ᾽ ἵππων ἡμετέρη σοφίη.
ἀλλ᾽ εἰκῆι μάλα τοῦτο νομίζεται, οὐδὲ δίκαιον
προκρίνειν ῥώμην τῆς ἀγαθῆς σοφίης·
οὔτε γὰρ εἰ πύκτης ἀγαθὸς λαοῖσι μετείη
οὔτ᾽ εἰ πενταθλεῖν οὔτε παλαισμοσύνην,
οὐδὲ μὲν εἰ ταχυτῆτι ποδῶν, τόπερ ἐστὶ πρότιμον,
ῥώμης ὅσσ᾽ ἀνδρῶν ἔργ᾽ ἐν ἀγῶνι πέλει,
τούνεκεν ἂν δὴ μᾶλλον ἐν εὐνομίηι πόλις εἴη·
σμικρὸν δ᾽ ἄν τι πόλει χάρμα γένοιτ᾽ ἐπὶ τῶι,
εἴ τις ἀεθλεύων νικῶι Πίσαο παρ᾽ ὄχθας·
οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως.

Ένας τη νίκη στο πένταθλο, ας πούμε, κερδίζει ή νικάει

σε γρηγοράδα ποδιών —στην Ολυμπία, που εκεί

είναι του Δία ιερό και που ο Πίσης κυλά τα νερά του—

ή ένας σε πάλη νικά ή σε γροθιές τσουχτερές

ή στο σκληρότατο αγώνισμα, αυτό που λένε παγκράτιο.

Μέσα στην πόλη του αυτός όνομα βγάζει λαμπρό,

τιμητική τού προσφέρνουνε θέση όπου γίνονται αγώνες,

απ᾽ τα δημόσια αγαθά χάρισμα παίρνει τροφή,

παίρνει απ᾽ το κράτος και δώρο, να το ᾽χει ακριβό τεφαρίκι·

τα ίδια κερδίζει κι αν βγει με άλογα αυτός νικητής.

Μα όσο θα τ᾽ άξιζα εγώ, δεν τ᾽ αξίζει· η δική μας η τέχνη

τη γεροσύνη κι αντρών και ζωντανών ξεπερνά·

είναι παράλογη τέτοια συνήθεια, κι είν᾽ άδικο, πάνω

από μια τέχνη ιερή να ᾽ναι η γερή κορμαριά.

Αν μες στον τόσο λαό τριγυρνά κι ένας άξιος πυγμάχος

ή του πεντάθλου αθλητής ή και γερός παλαιστής

ή και δρομέας δυνατός, που το τρέξιμο κιόλας λογιέται

πως μες στ᾽ αθλήματα αυτό δίνει την πρώτη τιμή,

πιο καλορύθμιστη δα τη ζωή δε θα κάμει μιας πόλης·

λίγη μια πόλη, θαρρώ, θα δοκιμάσει χαρά,

αν ένας πάει αθλητής και νικήσει στου Πίση τις όχθες·

γιατί ο κοινός θησαυρός δε θα παχύνει απ᾽ αυτό.