Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΛΟΥΚΑΣ

236. – Κατὰ Λουκᾶν 5, 1-11, 12, 13-34

Τα Εὐαγγέλια, των οποίων η συγγραφή τοποθετείται μετά το 70 μ.Χ., είναι το πρώτο αμιγώς χριστιανικό γραμματειακό είδος (η Επιστολή και η Αποκάλυψη ήταν δάνεια από την ελληνική και από την ιουδαϊκή γραμματεία αντιστοίχως). Στην ορολογία της εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών χρόνων η ελληνική λέξη εὐαγγέλιον απέκτησε το ειδικό περιεχόμενο της κατ᾽ εξοχήν χαρμόσυνης αγγελίας, δηλ. της λύτρωσης που προσφέρει στους ανθρώπους η σταυρική θυσία και η Ανάσταση του Χριστού. Στη συνέχεια η λέξη χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα βιβλία εκείνα της Καινής Διαθήκης, που είχαν ως αντικείμενο την εξιστόρηση του βίου του Χριστού. Τα ευαγγέλια παρουσιάζουν ομοιότητες με το λογοτεχνικό είδος του αρχαίου βίου, αλλά και σημαντικές διαφορές: δεν αποτελούν συνεχή και πλήρη βιογραφία του Ιησού, αλλά αποσπασματική έκθεση σημαντικών γεγονότων της ζωής του, ενώ η αιτιακή σύνδεση έχει υποκατασταθεί από μια χαλαρή παρατακτική άρθρωση με συνδέσμους και χρονικά επιρρήματα. Παρά την αποσπασματικότητα ωστόσο της αφήγησης διακρίνει κανείς μια βαθύτερη συνοχή, που εντοπίζεται στο γεγονός ότι σε σημαντικούς σταθμούς της ζωής του Χριστού εκπληρώνονται οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης για την έλευση του Μεσσία. Η γλώσσα τους είναι η Κοινή της εποχής και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη εκφραστικότητα.

Το τρίτο ευαγγέλιο (η χρονολογική σειρά είναι: Κατά Μάρκον, Κατά Ματθαίον, Κατά Λουκάν, Κατά Ιωάννην) αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στον Λουκά, ακόλουθο του Παύλου, ενώ από άλλους σε ένα λόγιο χριστιανό, πρώην εθνικό. Το Κατά Λουκάν διακρίνεται από τα υπόλοιπα ευαγγέλια όχι μόνο για την επιμελημένη του γλώσσα αλλά και για την προσπάθειά του να καταγράψει τα γεγονότα -όπως ρητά δηλώνεται στο προοίμιο- με πληρότητα, ακρίβεια και με τη χρονολογική τους σειρά. Χαρακτηριστική είναι επίσης η μετριοπαθής του στάση απέναντι στις ρωμαϊκές αρχές και το έκδηλο ενδιαφέρον του για ζητήματα της κοινωνίας.

Η πρώτη περικοπή που ανθολογείται συνδυάζει δύο θέματα: την κλήση των τεσσάρων αποστόλων από τον Ιησού, που αποτελεί τον ιστορικό πυρήνα της διήγησης και απαντά ήδη στα ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου, και τη "θαυμαστή αλιεία", που αποτελεί προσθήκη του Λουκά.

Στη δεύτερη περικοπή διακρίνονται δύο μέρη: στο τμήμα 13-21 μια αποφθεγματική φράση περί πλεονεξίας εξηγείται με την παραβολή του άφρονος πλουσίου που ακολουθεί· το περιεχόμενο των εδαφίων 22-24 απαντά και στον Ματθαίο, χωρίς όμως την παραβολή που προηγείται στο κείμενο του Λουκά. Η κεντρική ιδέα που συνέχει το θαυμάσιο αυτό απόσπασμα είναι ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να μεριμνούν για τα υλικά αγαθά, αφού ο ουράνιος Πατέρας θα φροντίσει γι᾽ αυτά, όπως φροντίζει «για τα κρίνα και τα πετεινά του ουρανού».

(α)

[5.1] ἐγένετο δὲ ἐν τῷ τὸν ὄχλον ἐπικεῖσθαι αὐτῷ καὶ ἀκούειν τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ αὐτὸς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρὲτ [5.2] καὶ εἶδεν δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀπ᾽ αὐτῶν ἀποβάντες ἔπλυνον τὰ δίκτυα. [5.3] ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καθίσας δὲ ἐκ τοῦ πλοίου ἐδίδασκεν τοὺς ὄχλους.

[5.4] ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπεν πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. [5.5] καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν· ἐπιστάτα, δι᾽ ὅλης νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὰ δίκτυα. [5.6] καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ, διερρήσσετο δὲ τὰ δίκτυα αὐτῶν. [5.7] καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά. [5.8] ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσεν τοῖς γόνασιν Ἰησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, κύριε. [5.9] θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ὧν συνέλαβον, [5.10] ὁμοίως δὲ καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπεν πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. [5.11] καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν ἀφέντες πάντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.

(β)

[12.13] εἶπεν δέ τις ἐκ τοῦ ὄχλου αὐτῷ· διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι μετ᾽ ἐμοῦ τὴν κληρονομίαν. [12.14] ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, τίς με κατέστησεν κριτὴν ἢ μεριστὴν ἐφ᾽ ὑμᾶς; [12.15] εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας, ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ.

[12.16] εἶπεν δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα. [12.17] καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; [12.18] καὶ εἶπεν· τοῦτο ποιήσω, καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὸν σῖτον καὶ τὰ ἀγαθά μου [12.19] καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. [12.20] εἶπεν δὲ αὐτῷ ὁ θεός· ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται; [12.21] οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς θεὸν πλουτῶν.

[12.22] εἶπεν δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς {αὐτοῦ}· διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν· μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι τί ἐνδύσησθε. [12.23] ἡ γὰρ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος. [12.24] κατανοήσατε τοὺς κόρακας ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστιν ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν. [12.25] τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ προσθεῖναι πῆχυν; [12.26] εἰ οὖν οὐδὲ ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε; [12.27] κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. [12.28] εἰ δὲ ἐν ἀγρῷ τὸν χόρτον ὄντα σήμερον καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ θεὸς οὕτως ἀμφιέζει, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι. [12.29] καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε καὶ μὴ μετεωρίζεσθε· [12.30] ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητοῦσιν, ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅ τι χρῄζετε τούτων. [12.31] πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ ταῦτα προστεθήσεται ὑμῖν. [12.32] μὴ φοβοῦ, τὸ μικρὸν ποίμνιον, ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν.

[12.33] πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην· ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· [12.34] ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται.

(α) Αλιείς ανθρώπων

[5,1] Μια μέρα, καθώς ο λαός ήταν γύρω του πυκνός και άκουγαν τον λόγο του Θεού, και αυτός στεκόταν στην όχθη της λίμνης Γεννησαρέτ,1 [2] είδε δύο βάρκες στην ακρολιμνιά. Οι ψαράδες είχαν βγει από τις βάρκες τους. [3] Μπήκε σε μια από τις βάρκες, που ήταν του Σίμωνος, και του είπε ν᾽ ανοιχτεί λίγο από την στεριά. Και κάθισε, κι από την βάρκα δίδασκε τον λαό.

[4] Όταν έπαψε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα. Πήγαινε στα βαθιά νερά και ρίξτε τα δίχτυα σας για να πιάσετε ψάρια. [5] Και ο Σίμων του αποκρίθηκε· Δάσκαλε, όλη νύχτα κοπιάσαμε σκληρά και δεν πιάσαμε τίποτε, αλλά επειδή μου το λες θα ρίξω τα δίχτυα. [6] Και τα έριξαν κι έπιασαν πάρα πολλά ψάρια, τόσα που σχίζονταν τα δίχτυα τους. [7] Τότε φώναξαν τους συντρόφους της άλλης βάρκας να έρθουν να τους βοηθήσουν. Και πήγαν και γέμισαν και τις δύο βάρκες τόσο που σχεδόν βούλιαζαν. [8] Όταν ο Σίμων Πέτρος το είδε, έπεσε στα γόνατα μπροστά στον Ιησού και είπε· Πήγαινε από κοντά μου, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. [9] Ήταν κατάπληκτος, καθώς και όλοι όσοι ήσαν μαζί του, από το πλήθος τα ψάρια που είχαν πιάσει. [10] Κατάπληκτοι ήσαν κι ο Ιάκωβος κι ο Ιωάννης, γιοι του Ζεβεδαίου,2 που ήσαν σύντροφοι του Σίμωνος. Και ο Ιησούς είπε στον Σίμωνα· Μη φοβάσαι· Από τώρα κι ύστερα ανθρώπους θ᾽ αγρεύεις. [11] Τράβηξαν τις βάρκες τους στην στεριά, τα άφησαν όλα και τον ακολούθησαν.3

(β) ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ4

[12,13] Και κάποιος από το πλήθος είπε· Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιράσει μαζί μου την κληρονομιά. [14] Κι εκείνος του είπε· Άνθρωπε, ποιος με όρισε κριτή ή μοιραστή μεταξύ σας; [15] Και είπε σ᾽ όλους· Κοιτάξετε και φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί η ζωή του ανθρώπου δεν είναι στα περίσσεια υπάρχοντά του.

[16] Και τους ιστόρησε μια παραβολή κι είπε· Κάποιος πλούσιος είχε γη που έδωσε μεγάλη σοδειά, [17] και διαλογιζόταν κι έλεγε μέσα του· Τι θα κάνω, αφού δεν έχω πού να συνάξω τα γεννήματά μου; [18] Αυτό θα κάνω· θα ρίξω τις αποθήκες μου και θα χτίσω άλλες πιο μεγάλες και θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και τ᾽ αγαθά μου. [19] Και θα πω στην ψυχή μου· Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποθηκευμένα, αρκετά για πολλά χρόνια, ξεκουράσου, φάγε, πιες και διασκέδαζε. [20] Και του είπε ο Θεός· Άμυαλε, απόψε θα σου ζητήσουν την ψυχή σου. Αυτά που συγκέντρωσες σε ποιους θα πάνε; [21] Έτσι είναι για όποιον θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν φροντίζει να γίνει πλούσιος ενώπιον του Θεού.

[22] Κι είπε στους μαθητές του· Γι᾽ αυτό σας λέω, μην ανησυχείτε για την ζωή σας, τι θα φάτε, ούτε για το σώμα σας, τι θα φορέσετε. [23] Η ψυχή είναι περισσότερο από την τροφή και το σώμα από το ρούχο. [24] Σκεφθείτε τα κοράκια που δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη κι ο Θεός τα τρέφει. Πόσο περισσότερο αξίζετε εσείς από τα πετεινά; [25] Και ποιος από σας μπορεί, με προσπάθεια, να προσθέσει έναν μόνο πήχυ στο μάκρος της ζωής του; [26] Αν λοιπόν και το ελάχιστο δεν μπορείτε να κάνετε, γιατί φροντίζετε για τ᾽ άλλα; [27] Σκεφθείτε τα κρίνα πώς μεγαλώνουν. Δεν κοπιάζουν, ούτε γνέθουν. Και σας το λέω, ούτε ο Σολομών σε όλη του την δόξα δεν ήταν στολισμένος σαν ένα από τα κρίνα. [28] Αν ο Θεός στολίζει με τέτοιο τρόπο το χόρτο που σήμερα βρίσκεται στον αγρό κι αύριο το ρίχνουν στο καμίνι, πόσο μάλλον θα σας φροντίσει εσάς, ολιγόπιστοι; [29] Μην φροντίζετε και σεις τι θα φάτε, τι θα πιείτε και μην ταράζεστε, [30] γιατί τα πράγματα αυτά όλοι οι άπιστοι του κόσμου τα αναζητούν. Αλλά ο δικός σας Πατέρας ξέρει ότι τα έχετε ανάγκη αυτά. [31] Αλλά να ζητείτε την βασιλεία του κι αυτά θα σας δοθούν επί πλέον. [32] Μην φοβάσαι, μικρό μου κοπάδι, αφού ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει την βασιλεία.

[33] Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα σε ελεημοσύνη. Κάμετε για τον εαυτό σας βαλάντια που δεν χαλούν και θησαυρό ανεξάντλητο στους ουρανούς, όπου ούτε κλέφτης φτάνει ούτε σκόρος καταστρέφει, [34] γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

 

(μετάφραση Άγγελος Βλάχος)

 

1 Μεγάλη λίμνη κατά μήκος του ρου του Ιορδάνη ποταμού στη Γαλιλαία.

2 Γνωστός μόνο ως πατέρας του Ιωάννη και του Ιάκωβου.

3 Και η κλήση των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης συνδέεται με την εγκατάλειψη των πάσης φύσεως καθημερινών δραστηριοτήτων.

4 Ματθ. 6.26.