Εξώφυλλο

Ανθολογίες

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

των Θ.Κ. Στεφανόπουλου, Στ. Τσιτσιρίδη, Λ. Αντζουλή, Γ. Κριτσέλη

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

235. – Πρὸς Κορινθίους Α' 13

Ο Παύλος συνέταξε την πρώτη προς Κορινθίους επιστολή μεταξύ των ετών 53-55 μ.Χ., ενώ βρισκόταν στην Έφεσο, επιδιώκοντας να συμβάλει στην αντιμετώπιση προβλημάτων που είχαν ανακύψει στην εκκλησία της Κορίνθου (κεφ. 1-6), αλλά και για να απαντήσει σε ερωτήματα που του είχαν απευθύνει οι Κορίνθιοι με επιστολή τους (κεφ. 7-15.) Ως προς την μορφή ακολουθεί τους κανόνες της ελληνικής επιστολογραφίας, έχει όμως επίσης δεχτεί την επίδραση των διατριβών (έργων που αποτύπωναν σε γραπτή μορφή το περιεχόμενο προφορικών ρητορικών επιδείξεων και έφεραν την σφραγίδα της κυνικής-στωικής φιλοσοφίας).

Το απόσπασμα που παρατίθεται δεν αποτελεί, όπως ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, "έπαινο" της αγάπης. Κατανοείται ορθότερα, αν ενταχθεί στα συμφραζόμενα των κεφ. 12-14, όπου ο απόστολος ψέγει τους Κορίνθιους για τις έριδες που προκλήθηκαν στην εκκλησία της Κορίνθου με αφορμή το πρόβλημα των λεγομένων χαρισμάτων (ο όρος δηλώνει τις ιδιαίτερες πνευματικές ικανότητες, π.χ της προφητείας, της θεραπείας ασθενειών κτλ., τις οποίες επαίρονταν ότι διέθεταν πολλά μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων.) Στην ανθολογούμενη ενότητα διακρίνονται δύο μέρη: στο πρώτο (1-7) διακηρύσσεται κατ᾽ αρχήν η ανωτερότητα της αγάπης έναντι των χαρισμάτων της γλωσσολαλίας και της προφητείας (1-3) και εν συνεχεία περιγράφονται χαρακτηριστικές ιδιότητες της αγάπης (4-7). Στο δεύτερο μέρος (8-13) ο Παύλος τονίζει τον εφήμερο χαρακτήρα των χαρισμάτων και την κατάργησή τους με την έλευση της μέλλουσας βασιλείας του Χριστού, ενώ παράλληλα επισημαίνει τον «νηπιακό», ατελή χαρακτήρα της γνώσης που αποκτάται μέσω αυτών. Στο τέλος παραμένει μόνο η αγάπη, γιατί αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του Θεού και αποκαλύπτει το αιώνιο μέσα στο χρόνο.

[13.1] ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. [13.2] καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐθέν εἰμι. [13.3] κἂν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι.

[13.4] ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, {ἡ ἀγάπη} οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, [13.5] οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, [13.6] οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· [13.7] πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.

[13.8] ἡ ἀγάπη οὐδέποτε πίπτει· εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. [13.9] ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· [13.10] ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. [13.11] ὅτε ἤμην νήπιος, ἐλάλουν ὡς νήπιος, ἐφρόνουν ὡς νήπιος, ἐλογιζόμην ὡς νήπιος· ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. [13.12] βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. [13.13] νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

[13,1] Εάν τις γλώσσες των ανθρώπων1 μιλώ και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έγινα χαλκός που ηχεί2 ή κύμβαλο που αλαλάζει. [2] Και αν έχω το χάρισμα της προφητείας3 και κατέχω όλα τα μυστήρια και όλη τη γνώση, κι αν έχω όλη την πίστη, ώστε και όρη να μετακινώ, αλλά δεν έχω αγάπη, είμαι ένα τίποτα. [3] Και αν μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, και αν παραδώσω στη φωτιά το σώμα μου για να καεί, αλλά δεν έχω αγάπη, ποιο το όφελος;

[4] Η αγάπη μακροθυμεί, είναι γεμάτη καλοσύνη· η αγάπη δεν είναι ζηλότυπη, δεν μεγαλαυχεί, ούτε επαίρεται, [5] δεν ασχημονεί, δεν είναι εγωιστική, δεν είναι ευερέθιστη, δεν θυμάται το κακό, [6] δεν χαίρεται με την αδικία, μετέχει όμως στη χαρά για το ορθό· [7] όλα τα ανέχεται, όλα τα πιστεύει, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει.

[8] Η αγάπη ποτέ δεν θα πάψει να υπάρχει. Τα λόγια των προφητών κάποτε θα στερέψουν, οι γλώσσες θα σιγήσουν· η γνώση θα καταργηθεί. [9] Γιατί γνωρίζουμε σπαράγματα μόνο της αλήθειας, και οι προφητείες μας είναι ατελείς. [10] Όταν όμως έλθει το τέλειο, το μερικό θα παύσει να υπάρχει. [11] Όταν ήμουν μικρό παιδί, μιλούσα σαν μικρό παιδί, σκεπτόμουν σαν μικρό παιδί, συλλογιζόμουν σαν μικρό παιδί. Όταν έγινα άντρας,4 κατάργησα τους τρόπους του νηπίου. [12] Γιατί τώρα βλέπουμε αμυδρά σαν μέσα σε καθρέφτη· τότε όμως θα βλέπουμε πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα η γνώση μου είναι μερική, τότε όμως θα έχω πλήρη γνώση, όπως και ο Θεός ήδη στην εντέλεια με γνωρίζει. [13] Στο τέλος μένουν αυτά τα τρία: η πίστη ,η ελπίδα, η αγάπη· και από αυτά το μέγιστο η αγάπη.

 

(μετάφραση Γιώτα Κριτσέλη)

 

1 Εδώ, (όπως και στο κεφ. 8), ο Παύλος αναφέρεται στο χάρισμα της γλωσσολαλίας. Το φαινόμενο της επικοινωνίας με το Θεό δια της εκφοράς ακατάληπτων λέξεων και φράσεων σε κατάσταση έκστασης ήταν συνήθης πρακτική στις λατρευτικές συνάξεις των χριστιανών. Η κριτική κατά της γλωσσολαλίας που αναπτύσσει ο Παύλος στο κεφ. 14 -αφορμώμενος από πληροφορίες που είχε ότι στην Κόρινθο υπερεκτιμούσαν την γλωσσολαλία έναντι των υπολοίπων χαρισμάτων- αφορά στον εξατομικευμένο χαρακτήρα της εμπειρίας του γλωσσολαλούντος, αφού οι παρευρισκόμενοι δεν κατανοούσαν το περιεχόμενο αυτής της ιδιόρρυθμης επικοινωνίας με το θείο. Ο Παύλος θεωρούσε σημαντικότερο χάρισμα την προφητεία διότι απευθυνόταν σε όλους τους παρόντες στη σύναξη και αποσκοπούσε στη διδαχή.

2 «Χαλκός ἠχῶν»: ήχος χάλκινου οργάνου. «Κύμβαλο ἀλαλάζον»: ήχος κυμβάλου που ηχεί μονότονα και δυνατά. Και οι δύο εκφράσεις μαζί δηλώνουν ήχους άνευ νοήματος.

3 Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τη δραστηριότητα των προφητών της αρχαίας εκκλησίας. Κατά πάσα πιθανότητα ερμήνευαν περικοπές από τις Γραφές στις συνάξεις των πιστών και οι προφητείες τους αναφέρονταν στην έλευση της μέλλουσας βασιλείας του Θεού.

4 Στο εδάφιο αυτό οι λέξεις νήπιος και ἀνὴρ δηλώνουν περιόδους της ιστορίας, όπως την αντιλαμβάνεται η χριστιανική κοσμοαντίληψη. Η «νηπιακή» περίοδος της ανθρωπότητας ταυτίζεται με την πριν την έλευση του Χριστού εποχή και χαρακτηρίζεται από την αποσπασματική και ατελή ανθρώπινη γνώση («γιατί γνωρίζουμε σπαράγματα μόνο της αλήθειας», «βλέπουμε αμυδρά σαν μέσα σε καθρέφτη»). Η «ανδρική»περίοδος ταυτίζεται με την εποχή που εγκαινιάζει η ενανθρώπιση του Χριστού, η οποία ολοκληρώνεται με τη Δευτέρα Παρουσία και την έλευση της μέλλουσας βασιλείας του Θεού και χαρακτηρίζεται από την πλήρη γνώση («θα βλέπουμε πρόσωπο με πρόσωπο», «θα έχω πλήρη γνώση, όπως και ο Θεός ήδη στην εντέλεια με γνωρίζει»).