Agreement validity

*Εγκυρότητα (της) συμφωνίας. Ingenkamp 2001:74-75. Κασσωτάκης 200110:224. Τσιμπούκης 1979:93.

Κύρος συμφωνίας. Γεωργούσης 1999:244. Δημητρόπουλος (20057:259). Μάνος 1976:41-42.

Με τον όρο «εγκυρότητα συμφωνίας» περιγράφεται η εγκυρότητα την οποία προσδίδει σε μία εξέταση η συμφωνία των αποτελεσμάτων της με τα αποτελέσματα ενός διαφορετικού οργάνου έρευνας, που επικεντρώνεται στη μέτρηση της ίδιας ικανότητας. Με άλλα λόγια, ο εξεταστής συγκρίνει τα αποτελέσματα της εξέτασης με τα αποτελέσματα μιας άλλης εξέτασης που κρίνει πως είναι έγκυρη και ικανοποιητική, και στη συνέχεια υπολογίζεται ο δείκτης συνάφειας μεταξύ των δύο βαθμολογιών. Σύμφωνα με το Γεωργούση (1999:244), ο οποίος αντί του όρου «agreement validity» αναφέρει τον όρο «congruent validity» ως αντίστοιχο του ελληνικού όρου «εγκυρότητα συμφωνίας», όταν η συσχέτιση των δύο δοκιμασιών είναι υψηλή, τότε οι βαθμοί της νέας δοκιμασίας μπορούν να ερμηνευτούν ως βαθμοί της παλαιότερης. Η υψηλή, λοιπόν, συσχέτιση αποδεικνύει το κύρος και των δύο τεστ τα οποία μετρούν τα ίδια χαρακτηριστικά.

Προβληματική, ωστόσο, κρίνεται η επιλογή της εξέτασης πάνω στην οποία θα βασιστεί η σύγκριση για τη μέτρηση της εγκυρότητας συμφωνίας. Στο βαθμό που ένα όργανο μέτρησης συγκρίνεται με ένα άλλο, το οποίο θεωρείται «σημείο αναφοράς» ή σύγκρισης, η ενδεχόμενη έλλειψη αξιοπιστίας του κάνει επισφαλή ή αδύνατο τον έλεγχο της εγκυρότητας συμφωνίας. Όσο χαμηλότερη είναι, συνεπώς, η συσχέτιση των δύο τεστ που έχουν επιλεγεί για σύγκριση τόσο περισσότερες επιφυλάξεις πρέπει να υπάρχουν για τα συμπεράσματα που βγαίνουν (Γεωργούσης 1999:244). Ενδεχομένως μια χαμηλή συσχέτιση να δημιουργεί αμφιβολίες όχι μόνο για το κύρος του ενός τεστ αλλά και του άλλου (Γεωργούσης 1999:244).

Ο όρος αυτός στην αγγλική χρησιμοποιείται ουσιαστικά ως εναλλακτικός (και μάλιστα λιγότερο συχνά) του όρου congruent ή congruence validity. Ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενος είναι ο όρος concurrent validity, που σημαίνει το ίδιο πάλι πράγμα. Συγκεκριμένα, στο λεξικό του Colman (2009), στο λήμμα congruence/congruent validity βρίσκει κανείς τον ορισμό « The validity of a test determined by its correlation with existing tests designed to measure the same construct», που είναι παρόμοιος με τον ορισμό του λήμματος concurrent validity σε λεξικό ιατρικών όρων (http://medical-dictionary.thefreedictionary.com/concurrent+validity) «validity of a test or a measurement tool that is established by simultaneously applying a previously validated tool or test to the same phenomenon, or data base, and comparing the results. Concurrent validity is achieved if the results are highly correlated (the same or similar) at a statistically significant level».

Tο κύρος συμφωνίας συναντάται συχνά ως υποκατηγορία ενός άλλου είδους εγκυρότητας της στατιστικής εγκυρότητας ή εμπειρικής εγκυρότητας (statistical/empirical validity), και όχι ως ανεξάρτητο είδος (Κασσωτάκης 200110:224, Τσιμπούκης 1979:93, Ingenkamp 2001:76).

Ενώ οι τρεις όροι «agreement validity», «concurrent validity» και «congruence validity» έχουν το ίδιο αναφερόμενο, δηλαδή σημαίνουν το ίδιο πράγμα, ο όρος convergent validity, παρόλο ότι εκ πρώτης φαίνεται να σημαίνει το ίδιο, είναι λίγο διαφορετικός, διότι κατά τον έλεγχο της εγκυρότητας σύγκλισης συσχετίζουμε τα δεδομένα που προέκυψαν από δύο διαφορετικά τεστ, τα οποία μετρούν παρεμφερείς εννοιολογικές δομές, που έχουν σχέση μεταξύ τους αλλά όχι την ίδια ακριβώς εννοιολογική δομή.

Βιβλιογραφία

  • Γεωργούσης Π. (1999). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση της Επίδοσης των Μαθητών. Αθήνα.
  • Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Κασσωτάκης Μ. (200110). Η Αξιολόγηση της επιδόσεως των μαθητών: Μέσα, Μέθοδοι, προ­βλή­ματα, προοπτικές. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
  • Μάνος Γ. Κ. (1976). Μέθοδοι Αξιολογήσεως της Επιδόσεως των Μαθητών. Αθήνα.
  • Τσιμπούκης Ι. Κ. (1979). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση στις Επιστήμες της Αγωγής: Βασικές έννοιες. Τ. Α'.Αθήνα: Ορόσημο.


  • Colman A. M. (2009). Dictionary of Psychology. Oxford: Oxford University Press.
  • Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.