Construct
Γνώρισμα. Δημητρόπουλος 20057:263.
Δομή. Τσοπάνογλου 20102:50.
Έννοια.
*Εννοιολογική δομή. Τσοπάνογλου 2010:5.
Κατασκεύασμα. Ingenkamp 2001:76.
Κατασκευή. Τσιμπούκης 1979:95.
Εννοιολογική δομή είναι μια ιδιότητα των υποκειμένων μιας έρευνας που είναι σύνθετη και όχι άμεσα παρατηρήσιμη. Όταν μια ιδιότητα είναι σαφής, σχετικά απλή και άμεσα παρατηρήσιμη, τότε ονομάζεται μεταβλητή.
Στην εκπαιδευτική αξιολόγηση συχνά χρειάζεται να «μετρήσουμε» την παρουσία μιας εννοιολογικής δομής. Για να γίνει αυτό εφικτό, χρειάζεται να αποφασίσουμε από τι συναποτελείται, δηλαδή ποιες είναι οι παρατηρήσιμες ιδιότητες που συνυπάρχουν μέσα σ' αυτήν. Για παράδειγμα, το «ανοικτό/κλειστό» του χαρακτήρα των μαθητών ή των διδασκόντων μπορεί να θεωρηθεί εννοιολογική δομή, στο βαθμό που παρατηρώντας ένα άτομο δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν έχει ανοικτό χαρακτήρα και σε ποιο βαθμό. Έτσι, χρειάζεται να αποφασίσουμε ποιες είναι οι εξωτερικές εκδηλώσεις της. Μπορεί να αποφασίσουμε πως μία από αυτές είναι αν το άτομο παίρνει από μόνο του το λόγο δημόσια, κάτι που είναι άμεσα παρατηρήσιμο και μετρήσιμο. Μια άλλη μεταβλητή ιδιότητα που αποτελεί εξωτερική εκδήλωση μπορεί να αποφασίσουμε πως είναι αν κοιτάει στα μάτια το συνομιλητή του ή, αντίθετα, αν αποφεύγει το βλέμμα του. Αφού καταλήξουμε σε μια δέσμη μεταβλητών που πιστεύουμε ότι σχετίζονται άμεσα με το «ανοικτό/κλειστό» του χαρακτήρα των ατόμων, μπορούμε στη συνέχεια να παρατηρήσουμε και να αποφασίσουμε ποιος μαθητής ή καθηγητής έχει πιο ανοικτό χαρακτήρα από τους άλλους, δηλαδή να «μετρήσουμε» αυτή την εννοιολογική δομή.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο ακριβής προσδιορισμός της εννοιολογικής δομής είναι προϋπόθεση κάθε έγκυρης έρευνας, καθώς και της συστηματικής και θεσμοθετημένης εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Γι΄ αυτό και οι Bachman και Palmer (1996:21) υποστηρίζουν ότι «για να δικαιολογήσουμε μια συγκεκριμένη ερμηνεία των αποτελεσμάτων ενός τεστ, χρειάζεται να αποδείξουμε ότι τα αποτελέσματα αυτά αντανακλούν σχεδόν αποκλειστικά το ή τα πεδία της ικανότητας που θέλουμε να μετρήσουμε. Για να αποδειχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να ορίσουμε την εννοιολογική δομή την οποία επιθυμούμε να μετρήσουμε. Ως εννοιολογική δομή θεωρούμε το συγκεκριμένο ορισμό της ιδιότητας, η οποία αποτελεί και τη βάση για ένα τεστ ή μια δραστηριότητά του, καθώς επίσης και για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων σε αυτό (βλ. και εγκυρότητα δομής).
Βιβλιογραφία
- Δημητρόπουλος Ε. (20057). Η εκπαιδευτική αξιολόγηση: Η αξιολόγηση του μαθητή. Μέρος Δεύτερο. Αθήνα: Εκδ. Γρηγόρη.
- Τσιμπούκης Ι. Κ. (1979). Η Μέτρηση και η Αξιολόγηση στις Επιστήμες της Αγωγής: Βασικές έννοιες. Τ. Α'.Αθήνα: Ορόσημο.
- Τσοπάνογλου Α. (2010). Η εγκυρότητα και ο έλεγχός της στην πιστοποίηση της γλωσσομάθειας. Πρόσβαση [on line]: http://rcel.enl.uoa.gr/periodical/research2.htm [15/12/11].
- Τσοπάνογλου Α. (20102). Μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογές της στην αξιολόγηση της γλωσσικής κατάρτισης. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Ζήτη.
- Bachman L. F., Palmer A. S. (1996). Language Testing in Practice: Designing and Developing Useful Language Tests. Oxford: Oxford University Press.
- Ingenkamp K. (2001). Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής Διαγνωστικής (μτφρ. Λ. Κουτσούκης). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.