Motive
Κίνητρο. Βάμβουκας 1982. Μιχαλακόπουλος 1997:67, 345. Χαρίσης 2006α:16-17.
Στη δοκιμασιολογία, ως κίνητρο ορίζεται η ανάγκη ενός ατόμου να πετύχει τη μέγιστη επίδοση σε μια εξέταση. Τα κίνητρα χωρίζονται σε εσωτερικά και εξωτερικά. Εσωτερικά ονομάζονται όσα πηγάζουν από μια έμφυτη τάση για μάθηση ή είναι απόρροια της ίδιας της επιτυχίας κατά τη διαδικασία εκμάθησης. Εξωτερικά είναι όσα δεν πηγάζουν από το ίδιο το άτομο ή όσα δε σχετίζονται άμεσα με τη διαδικασία της μάθησης, αλλά του επιβάλλονται από το οικογενειακό, το εργασιακό ή το κοινωνικό περιβάλλον (Βαρλοκώστα & Τριανταφυλλίδου 2003:44).
Υπάρχουν, φυσικά, εκτός του πλαισίου της εκπαιδευτικής αξιολόγησης και άλλα είδη κινήτρων, όπως για παράδειγμα τα κίνητρα ενσωμάτωσης στο κοινωνικό σύνολο ή τα κίνητρα επίτευξης στόχων, κτλ. Μια άλλη κατηγορία είναι τα εγωκεντρικά κίνητρα, όπου το άτομο επιθυμεί να πετύχει κάτι (για παράδειγμα μια καλή επίδοση), για να δημιουργήσει ή για να διατηρήσει την καλή του εικόνα (Nicholis 1983:213).
Η ύπαρξη κινήτρων θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για το θετικό αποτέλεσμα μιας δοκιμασίας. Συνεπώς, μια δοκιμασία θα πρέπει να είναι σχεδιασμένη έτσι ώστε να έχει θετική αναδραστική επίδραση και να ωθεί τους μαθητές να πάρουν μέρος σε αυτήν (Davies et al. 1999:123, Heckhausen 1967:133). Αυτό επιτυγχάνεται με την ταύτιση των σκοπών και αναγκών που εξυπηρετεί η εξέταση με τις ανάγκες και φιλοδοξίες των εξεταζομένων. Έχει αποδειχθεί ότι όσο σημαντικότερη θεωρείται για κάποιον μια εξέταση, τόσο μεγαλύτερη προσπάθεια καταβάλλει. Ως επιπλέον κίνητρα μάθησης λειτουργούν για τους μαθητές η ενεργός μάθηση και η χρήση εναλλακτικών μορφών αξιολόγησης, όπως η αυτοαξιολόγηση.
Τέλος, όσοι σχετίζονται με τη διαδικασία της αξιολόγησης θα πρέπει να θυμούνται ότι τα κίνητρα τα ίδια δεν αποτελούν δράσεις αλλά «δυνατότητες» για δράση ή αλλιώς «πλάνα» δράσης (Schutz, όπως αναφέρεται στο Μιχαλακόπουλος 1997:68). Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από την ύπαρξη κινήτρων, απαιτούνται και άλλοι παράγοντες για την επίτευξη μιας καλής επίδοσης, όπως, για παράδειγμα, το κατά πόσο ο δάσκαλος λαμβάνει υπόψη του την άποψη του μαθητή στην ετοιμασία των δοκιμασιών, το ευρύτερο μαθησιακό περιβάλλον τις ιδιαίτερες νοητικές ικανότητες του μαθητή, αλλά και άλλες παραμέτρους, όπως τον παράγοντα της κούρασης κ.ά. (Heckhausen 1967:127).
Βιβλιογραφία
Βάμβουκας Μ. (1982). Κίνητρα του Διδασκαλικού Επαγγέλματος. Διδακτορική Διατριβή. Ηράκλειο. Πανεπιστήμιο Κρήτης.
- Βαρλοκώστα Σ., Τριανταφυλλίδου Λ. (2003). Επίπεδα Γλωσσομάθειας στην Ελληνική ως Δεύτερη Γλώσσα. Αθήνα: Κέδα.
- Μιχαλακόπουλος Γ. Σ. (1997). Το σχολείο και η σχολική τάξη. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
Χαρίσης Α. Ε. (2006α). Αξιολόγηση της Σχολικής Μάθησης. Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.
- Davies A., Brown A., Elder C., Hill K., Lumley T., McNamara T. (1999). Dictionary of Language Testing. Cambridge: University of Cambridge Local Examinations Syndicate.
Heckhausen H. (1967). The Anatomy of Achievement Motivation. New York: Academic Press.
- Nicholis J. G. (1983). Conceptions of Ability and Achievement Motivation: A Theory and its Implications for Education. Learning and Motivation in the Classroom. New Jersey: Lawrence Erlbaum.