ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Calvet, L.-J. 1988: L'enjeu néologique et ses rapports à l'idéologie. Στο Actes du 13ème Colloque International de Linguistique Fonctionnelle (Κέρκυρα, 24-29 Αυγούστου 1986).
- Κείμενο 2: Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. 1986. Η νεολογία στην κοινή νεοελληνική. Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. 65.
- Κείμενο 3: Calvet, L.-J. 1988: L'enjeu néologique et ses rapports à l'idéologie. Στο Actes du 13ème Colloque International de Linguistique Fonctionnelle (Κέρκυρα, 24-29 Αυγούστου 1986).
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Μετάφραση ξένων όρων [Δ12]
Μαρία Κακριδή-Φερράρι (2001)
Κείμενο 3: Calvet, L.-J. 1988: L'enjeu néologique et ses rapports à l'idéologie. Στο Actes du 13ème Colloque International de Linguistique Fonctionnelle (Κέρκυρα, 24-29 Αυγούστου 1986), 103-106. Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 106, ©.
[…] Από τη σκοπιά του γλωσσολόγου, ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι, πράγματι, η μεγαλύτερη δυνατή ευκρίνεια του λεξιλογίου, η μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητά του. Ο γλωσσολόγος, όμως, δεν είναι ο μόνος που ενδιαφέρεται, και είδαμε ήδη πως η πολιτική και η ιδεολογία παρεμβαίνουν ευρέως σε αυτόν τον τομέα. Η θέση του επιστήμονα, λοιπόν, είναι λεπτή. Είτε συμμερίζεται είτε όχι τις επιλογές που θέλουν να του επιβάλουν, οφείλει να παίξει τον ρόλο του κυματοθραύστη και να προσπαθήσει να εξασφαλίσει τον σεβασμό των δικαιωμάτων της γλώσσας και των ομιλητών.
- α) δικαιωμάτων της γλώσσας από δύο απόψεις: τον σεβασμό των κανόνων της λεξικής παραγωγής, βέβαια, αλλά και τον σεβασμό όσων εγώ θα αποκαλούσα "κεκτημένων δικαιωμάτων": είναι η περίπτωση των μπαμπαρά· δεν καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε να αντικαταστήσουμε έναν όρο που τον καταλαβαίνουν όλοι διεθνώς, όπως είναι όρος politiki, με έναν άλλον "γηγενή" ή "αγνό", τον οποίον δεν θα καταλαβαίνει κανείς.
- β) δικαιωμάτων του ομιλητή, στον βαθμό που πρόκειται για τον συλλογικό δημιουργό, για την κινητήρια δύν αμη της γλωσσικής εξέλιξη και δεν καταλαβαίνω πώς μια επιχείρηση εισαγωγής νεολογισμών θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά τη θέλησή του, ερήμην του. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, ο ομιλητής είναι ο μεγάλος απών της επίσημης παρέμβασης στη γλώσσα. Πράγματι, κάθε γλωσσολογικός σχεδιασμός προϋποθέτει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για τη γλώσσα: την άποψη πως μπορούμε να παρεμβαίνουμε στη γλώσσα με υπερβατικό τρόπο, πως μπορούμε να αντικαταστήσουμε με νόμους και διατάγματα την εξέλιξη την οποία η ίδια η ιστορία των γλωσσών μάς δείχνει πως είναι το αποτέλεσμα κυρίως της δράσης των ομιλητών, πως είναι γέννημα του χρόνου. Η εξέλιξη της γλώσσας και οι σχέσεις μεταξύ των γλωσσών είναι κοινωνικό παράγωγο, ο καρπός μακρόχρονης ιστορίας, ενώ, αντίθετα, η γλωσσική πολιτική, την ίδια ώρα που επιταχύνει σε σημαντικό βαθμό αυτή την εξέλιξη, είναι και το παράγωγο μιας παρέμβασης δικαστικού τύπου.
Το επιστημονικό παράδοξο, λοιπόν, είναι πως οι γλωσσολόγοι συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα της οποίας οι προϋποθέσεις είναι αντίθετες με ό,τι ξέρουν για τη γλώσσα, πως περνάνε από την περιγραφή και την ανάλυση των σχέσεων μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας στην άμεση παρέμβαση σε αυτές τις σχέσεις. Ταυτόχρονα, όμως, σε αυτή τη δραστηριότητα ενυπάρχει πολιτικός προβληματισμός. Η ρύθμιση των γλωσσών μεταθέτει τον χώρο παρέμβασης της εξουσίας στο γλωσσικό φαινόμενο, ορίζοντας έναν μικρό αριθμό "ρυθμιστών", οι οποίοι θα επιβάλουν τις επιλογές τους σε ένα μεγάλο αριθμό "ρυθμισθέντων". Η κοινωνιογλωσσολογία, που έχει δείξει με ποιον τρόπο οι κοινωνικές διαφορές, τα παιχνίδια της εξουσίας, έχουν το γλωσσικό τους αντίστοιχο, ενέχεται σήμερα σε ορισμένες πρακτικές (τις οποίες θα αποκαλούσαμε γλωσσική πολιτική ή γλωσσικό σχεδιασμό, δεν έχει εδώ μεγάλη σημασία), οι οποίες ενδυναμώνουν την εξουσία που ασκεί το κράτος στη γλώσσα, ακόμη κι αν θεωρούν πως έχουν ως στόχο τους να παλέψουν για την γλωσσική απελευθέρωση του λαού.