Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Προστασία των μειονοτικών γλωσσών [Γ5] 

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης (2001) 

Την τελευταία δεκαετία, τα ευρωπαϊκά κράτη μέσα από πρωτοβουλίες που ανέλαβαν διεθνείς οργανισμοί -το Συμβούλιο της Ευρώπης, η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη- μεριμνούν για τη δημιουργία προϋποθέσεων νομικής και πολιτικής διασφάλισης της ανεμπόδιστης χρήσης των μειονοτικών γλωσσών που μιλιούνται στην επικράτειά τους (3.4, 3.6).

Πέρα από το είδος προστασίας που επιχειρείται να θεσμοποιηθεί, το πρώτο μέλημα όσων συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση είναι ο προσδιορισμός της έννοιας μειονοτική γλώσσα: ως τέτοια μπορεί να θεωρηθεί είτε η μητρική είτε η γλώσσα που χρησιμοποιεί συνήθως μια μειοψηφία πλήν του κράτους.

Εκτός όμως από το ποσοτικό κριτήριο, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η μειονεκτική θέση της γλώσσας στο κοινωνικό περιβάλλον και, κυρίως, η νομικοπολιτική αντιμετώπιση που τυγχάνει αυτή η γλώσσα. Από άλλη σκοπιά, μειονοτική γλώσσα θεωρείται η γλώσσα μιας μειονότητας, αποκλείοντας τις επίσημες γλώσσες. Έτσι, όμως, θα έμεναν εκτός ορισμού ορισμένες εθνικές και επίσημες γλώσσες, όπως η γαελική στην Ιρλανδία ή η μαλτέζικη στη Μάλτα. Γι' αυτό επινοήθηκε ένας ευρύτερος όρος -στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- που σχετικοποιεί ακόμη περισσότερο τις "μειονοτικοποιημένες" γλώσσες. Σύμφωνα με αυτόν, μιλάμε για λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες.

Η ύπαρξη μειονοτικής γλώσσας δεν στοιχειοθετεί απαραίτητα και την ύπαρξη γλωσσικής μειονότητας ή εν γένει μειονοτικής ομάδας. Άλλο καίριο ζήτημα αφορά την υπαγωγή των γλωσσών που χρησιμοποιούνται από οικονομικούς μετανάστες στις ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής. Το νομικό καθεστώς, ισχύον και υπό διαμόρφωση, είναι εντελώς διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις. Έτσι, όταν γίνεται αναφορά στις μειονοτικές γλώσσες, συνηθέστερα υπονοείται "στις γλώσσες που χρησιμοποιούνται από πολίτες του κράτους".

Είναι πολύ ενδιαφέρον να αναφερθεί ο ορισμός που προτίμησαν οι συντάκτες του Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικές Γλώσσες (βλ. παρακάτω): "Μειονοτική ή περιφερειακή γλώσσα είναι εκείνη που δεν είναι επίσημη γλώσσα του κράτους και χρησιμοποιείται "παραδοσιακά" από τους κατοίκους μιας περιοχής του, οι οποίοι αποτελούν μειοψηφία σε σχέση με το υπόλοιπο του πληθυσμού. Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διάλεκτοι της επίσημης γλώσσας, ούτε οι γλώσσες των μεταναστών". Η διάκριση γλώσσας και διαλέκτου μερικές φορές επιφέρει έννομα αποτελέσματα, καθώς η τυχόν αναγνώριση μιας γλώσσας ή μιας διαλέκτου ως τέτοιας από το κράτος θα την εντάξει ενδεχομένως σε νομικό καθεστώς προστασίας. Αντίθετα, η διάλεκτος δύσκολα ξεφεύγει από την αφομοιωτική τάση της επίσημης γλώσσας. Πέρα από τη γλωσσολογική τυπολογία, ως γλώσσα μπορεί να οριστεί νομικά η "κωδικοποιημένη και επισημοποιημένη γλώσσα ή διάλεκτος" (βλ. 1.1). Έτσι, μια διάλεκτος ανακηρύσσεται de jure ή καθίσταται de facto επίσημη ή εθνική γλώσσα από το κράτος. Αντίστροφα, μια μειονοτική γλώσσα στο έδαφος ενός κράτους μπορεί να είναι επίσημη, εθνική ή μειονοτική ή, ακόμη, και διάλεκτος στο έδαφος ενός άλλου.

Τα κείμενα που διατυπώνουν διατάξεις προαγωγής και προστασίας των μειονοτικών γλωσσών διακρίνονται σε εκείνα που δεσμεύουν τα κράτη που τα έχουν αποδεχθεί και σε εκείνα που αποτελούν πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές (όπως τα καταληκτικά κείμενα του Οργανισμού για την Ασφάλεια για τη Συνεργασία στην Ευρώπη) ή απλώς δηλώνουν την τάση της διεθνούς νομοπαραγωγής (όπως οι διακηρύξεις, τα ψηφίσματα, οι αποφάσεις και οι συστάσεις οργάνων των διεθνών οργανισμών). Το περιεχόμενο της προστασίας των μειονοτικών γλωσσών αποκρυσταλλώνεται σε νομικό επίπεδο με τη διατύπωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων των ομιλητών και αντίστοιχων υποχρεώσεων του κράτους.

Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να αποτελούν δεσμεύσεις για τα κράτη, εφόσον τα τελευταία έχουν προσυπογράψει το σχετικό διεθνές συμβατικό κείμενο και τα έχουν υιοθετήσει στο εσωτερικό τους δίκαιο. Δύο είναι οι πολυμερείς συμβάσεις που αφορούν την προστασία των μειονοτικών γλωσσών (εκτός από ορισμένες διμερείς συμφωνίες, όπως μεταξύ Ιταλίας και Αυστρίας, σχετικά με τους γερμανόφωνους πολίτες της πρώτης, ή Γερμανίας και Δανίας σχετικά με τις εκατέρωθεν μειονοτικές τους ομάδες):

1.Ο ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ Η ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΩΝ ΓΛΩΣΣΩΝ

Τέθηκε σε ισχύ το Φεβρουάριο του 1998 και ήδη δεσμεύει έξι κράτη. Η κεντρική ιδέα πάνω στην οποία θεμελιώθηκε ο Χάρτης είναι η αναγκαιότητα της εφαρμογής ενός αναλυτικού διακανονισμού σχετικά με τους τρόπους προστασίας των μειονοτικών γλωσσών στο πλαίσιο που ορίζεται από τις ειδικές συνθήκες που ισχύουν σε κάθε χώρα. Το κείμενο αποβλέπει μεν στην προστασία των γλωσσών που χαρακτηρίζονται μειονοτικές ή περιφερειακές, όμως στην πραγματικότητα είναι οι ομιλητές τους, εκείνοι που θα αναγνωριστούν ως αποδέκτες των ουσιαστικών δικαιωμάτων. Οι διατάξεις της σύμβασης συγκροτούνται σε δέσμες, από τις οποίες τα κράτη επιλέγουν εκείνες που θεωρούν ότι ανταποκρίνονται επαρκώς στα δικά τους νομικά και πραγματικά δεδομένα.

Η φιλοσοφία του κειμένου θεμελιώθηκε στην ανάγκη προστασίας των ιδιαίτερων γλωσσικών γνωρισμάτων των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων πολιτισμικού χαρακτήρα. Στο πλαίσιο αποδοχής της πολυγλωσσίας ως βασικής αρχής του Χάρτη, οι σχέσεις μεταξύ μειονοτικών και επίσημων γλωσσών θα πρέπει να κατανοηθούν ως σχέσεις συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές.

2.Η ΣΥΜΒΑΣΗ-ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΩΝ

Τέθηκε σε ισχύ το Μάρτιο του 1998 και δεσμεύει ήδη δεκατέσσερα κράτη (άλλα είκοσι οκτώ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, την έχουν υπογράψει). Η Σύμβαση-πλαίσιο αποτελεί το πρώτο στην ιστορία δεσμευτικό πολυμερές συμβατικό κείμενο σε διεθνή κλίμακα που αφορά αποκλειστικά την προστασία δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Το κάθε κράτος έχει τη δυνατότητα να προσδιορίσει είτε έμμεσα, με γενικό ορισμό, είτε ρητά ονομάζοντας, τις εθνικές μειονότητες που επιθυμεί να υπαγάγει στο πεδίο προστασίας της Σύμβασης μέσα από τη διατύπωση ερμηνευτικών δηλώσεων. Η Σύμβαση αποτελεί έναν κατάλογο γενικών κατευθυντήριων αρχών, που ομαδοποιεί τα γενικά δικαιώματα των μειονοτήτων, ή καλύτερα, που προσδιορίζει το πεδίο ευθύνης του κράτους στα αδιόρατα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Τα οιονεί δικαιώματα άπτονται της θρησκευτικής και γλωσσικής ελευθερίας (χρήση της γλώσσας, ιδιωτικά ή δημόσια, στις επαφές με τις διοικητικές και δικαστικές αρχές, στην εκπαίδευση), της διασυνοριακής μετακίνησης, της συμμετοχής στην πολιτιστική κοινωνική και οικονομική ζωή και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. Επίσης διατυπώνεται η ρήτρα απαγόρευσης των διακρίσεων, η αρχή της ισότητας και της προστασίας της ταυτότητας της μειονοτικής ομάδας.

Σε συνδυασμό με το προϋπάρχον καθεστώς προστασίας της μειονοτικής γλωσσικής διαφοράς, όπως αυτό διατυπωνόταν σποραδικά σε συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και σχετική νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. κ.ά.), οι νέες συμβάσεις έρχονται να δώσουν νέα δυναμική στο ζήτημα της προαγωγής της γλωσσικής και πολιτισμικής ετερότητας ομογενοποιώντας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένα κοινό καθεστώς προστασίας.

Από τα μη δεσμευτικά κείμενα που διατυπώνουν γλωσσικά δικαιώματα και επηρεάζουν τις εξελίξεις σχετικά με τις μειονοτικές γλώσσες στην Ευρώπη, σημαντικότερα είναι:

  1. Το Καταληκτικό κείμενο της Κοπεγχάγης του 1990 (Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), το οποίο για πρώτη φορά παραθέτει κατάλογο των υποχρεώσεων των κρατών απέναντι στη γλωσσική μειονοτική ετερότητα
  2. Κείμενο του Ελσίνκι του 1992 (ΔΑΣΕ), όπου θεσμοθετείται η Ύπατη Αρμοστεία για τις Εθνικές Μειονότητες, με κύριο έργο την πληροφόρηση και έγκαιρη πρόληψη πιθανών συγκρούσεων
  3. Οι Συστάσεις 1177 (1992), 1201 (1993), 1255 (1995) της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης -μεταξύ άλλων- συνέβαλαν στην υιοθέτηση του Χάρτη και της Σύμβασης-πλαισίου που προαναφέραμε,
  4. Η Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. του 1992 για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες.

Τα δικαιώματα που ανταποκρίνονται στη γλωσσική ετερότητα των ομιλητών διακρίνονται σε δύο ευρύτερες κατηγορίες: πρώτον, στα δικαιώματα που αφορούν την εκπαιδευτική διαδικασία (δικαίωμα στην ίδρυση σχολείων, στη διδασκαλία στη μητρική γλώσσα, στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας)· δεύτερον, στα δικαιώματα που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας (δικαίωμα στην ελεύθερη χρήση της μειονοτικής γλώσσας ιδιωτικά και δημόσια, στη χρήση κατά τις συναλλαγές με τις αρχές και τα δικαστήρια, κατοχύρωση ονομάτων και τοπωνυμίων στη μειονοτική γλώσσα κλπ.).

Οι εξελίξεις αυτές καταδεικνύουν τη σημασία που η ευρωπαϊκή νομοπαραγωγή δίνει στην προαγωγή της γλωσσικής διαφοράς: αποτελεί θεμελιώδους σημασίας στοιχείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού που ενσωματώνει τις πολλαπλές ταυτότητες των επιμέρους συστατικών του.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 12:05