ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Trudgill, P. 1995. Sociolinguistics: An Introduction to Language and Society.
- Κείμενο 2: Kulick, D. 1992. Language Shift: Socialization, Self and Syncritism in a Papua New Guinean Village.
- Κείμενο 3: Romain, Suzanne, 1989. Pidgins, Creoles, Immigrant, and Dying Languages. Στο Investigating Obsolescence: Studies in Language Contraction and Death.
- Κείμενο 4: Dorian, N. C. 1981. Language Death: The Life Cycle of a Scotish Gaulic Dialect.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλωσσική συρρίκνωση [Β3]
Λουκάς Δ. Tσιτσιπής (2001)
Κείμενο 2: Kulick, D. 1992. Language Shift: Socialization, Self and Syncritism in a Papua New Guinean Village. Κέμπριτζ: Cambridge University Press, σελ. 8-9.
Προσεγγίσεις στη γλωσσική μετατόπιση/μετακίνηση
[…] Από τα μέσα της δεκαετίας του '60, γλωσσολόγοι, κοινωνιολόγοι και κοινωνιογλωσσολόγοι ενδιαφέρονται ολοένα και περισσότερο για τη διαδικασία της γλωσσικής μετατόπισης, για ποικίλους λόγους. Tους γλωσσολόγους τους ενδιαφέρει να κατανοήσουν την εσωτερική δυναμική απαρχαιωμένων γλωσσικών συστημάτων και να απαντήσουν στο ερώτημα αν η δομική συρρίκνωση σε γλώσσες υπό εξαφάνιση μπορεί να θεωρηθεί από κάποια, οποιαδήποτε άποψη, ως ο αντίποδας διαδικασιών όπως η κρεολοποίηση ή η απόκτηση της πρώτης γλώσσας. Οι κοινωνιολόγοι αντιμετωπίζουν το ζήτημα της γλωσσικής μετατόπισης σε σχέση με διαδικασίες μετανάστευσης, αφομοίωσης, εθνικής ταυτότητας και εθνικής αναγέννησης. Σε αυτές της μελέτες, η ανθεκτικότητα των μειονοτικών γλωσσών έχει θεωρηθεί ως δείκτης της βιωσιμότητας της εθνοτικής ομάδας και της διατήρησης της ιδιαιτερότητάς τους. Τέλος, οι κοινωνιογλωσσολόγοι τείνουν να επικεντρώνονται στο πώς επιδρά η κοινωνική δομή στις γλωσσικές στάσεις μιας ομάδας και στο πώς με τη σειρά τους αυτές οι στάσεις επηρεάζουν αθροιστικά την επιλογή της γλώσσας με τέτοιο τρόπο, ώστε μία από τις γλώσσες τις ομάδας τελικά να εγκαταλείπεται.
Παρά τις διαφορές αυτών των προσεγγίσεων, οι μελετητές της γλωσσικής μετατόπισης έχουν αναγνωρίσει αρκετούς παράγοντες που φαίνονται να είναι σημαντικοί για την εξήγηση της αλλαγής των γλωσσικών στάσεων των ανθρώπων και της εμφάνισης της γλωσσικής μετατόπισης. Αυτοί περιλαμβάνουν τη μετανάστευση, τη βιομηχανοποίηση, την αστικοποίηση, την προλεταριοποίηση και τις κυβερνητικές πολιτικές, που αφορούν ποιες γλώσσες μπορούν και ποιες δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται στα σχολεία και σε άλλα ιδρύματα. Αλλά, μολονότι γενικά συμφωνούν ως προς τη σημασία αυτών των παραγόντων για την ερμηνεία της γλωσσικής μετατόπισης, υπήρξε, όπως σημειώνει ο Fasold στη συνόψιση των σχετικών ερευνών, "ελάχιστη επιτυχία στην εφαρμογή οποιουδήποτε συνδυασμού [αυτών των παραγόντων] για την πρόβλεψη επερχόμενης γλωσσικής μετατόπισης". Υπάρχει, "πράγματι, …σε σημαντικό βαθμό, ομοφωνία ότι δεν γνωρίζουμε πώς να προβλέπουμε τη μετατόπιση".
Εκτός από την έλλειψη προγνωστικής ισχύος, οι μακροκοινωνιολογικοί παράγοντες, όπως αυτοί που παρατέθηκαν παραπάνω, έχουν επίσης υποστεί κριτική για την περιορισμένη ερμηνευτική τους ισχύ. "Κάτι που έχει ενδιαφέρον να γνωρίζει κανείς", γράφει η Gal στον πρόλογο της μονογραφίας της για τη γλωσσική μετατόπιση μεταξύ ουγγρικών και γερμανικών στην Αυστρία, "δεν είναι το αν η βιομηχανοποίηση, για παράδειγμα, σχετίζεται με τη γλωσσική μετατόπιση, αλλά μάλλον το εξής: μέσα από ποιες παρεμβαλλόμενες διαδικασίες η βιομηχανοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική αλλαγή επιφέρει αλλαγές στις χρήσεις στις οποίες υποβάλλουν τις γλώσσες τους οι ομιλητές στις καθημερινές τους επαφές" […].
Τέτοιες σκέψεις οδήγησαν την Gal να διεξαγάγει μια "εθνογραφική περιγραφή" […] της διαδικασίας της μετατόπισης μεταξύ αγροτών και εργατών, σε μια κοινότητα στα αυστρο-ουγγρικά σύνορα. Η μελέτη της Gal έγινε πρόδρομος ενός γενικότερου εθνογραφικού προσανατολισμού στις μελέτες της γλωσσικής μετατόπισης. Ενώ μέχρι τότε οι μελέτες της μετατόπισης είχαν βασιστεί σε στοιχεία απογραφών, ερωτηματολόγια ή έρευνες που κάλυπταν μεγάλους πληθυσμούς, από το τέλος της δεκαετίας του '70 άρχισαν να επικεντρώνονται ολοένα και περισσότερο στην εντατική ανάλυση μιας περιορισμένης κοινότητας ή περιοχής. Οι πιο συχνά αναφερόμενες μονογραφίεςγια τη γλωσσική μετατόπιση χρησιμοποιούν εκτεταμένα τη συμμετοχική παρατήρηση ως μέσο συλλογής και αξιολόγησης των δεδομένων για την μετατόπιση σε τέτοιες κοινότητες […].
Αυτές οι μονογραφίες αντιπροσωπεύουν μια αυξανόμενη τάση για αποστασιοποίηση από τις μηχανικές θεωρίες της μετατόπισης και για απομάκρυνση από προγενέστερες προσπάθειες εύρεσης παγκόσμιων αιτιακών μοτίβων. Ολοένα και περισσότερο οι ερευνητές συνειδητοποιούν πως η μετατόπιση στη γλώσσα προκαλείται, τελικά, από μετατοπίσεις σε προσωπικές και ομαδικές αξίες και στόχους. Κοινωνικές αλλαγές, όπως η αστικοποίηση ή η βιομηχανοποίηση, είναι σίγουρο πως μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να αναθεωρήσουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο τους. Και αυτές οι αναθεωρήσεις μπορούν τελικά να ευθύνονται για την εγκατάλειψη από μια ομάδα της καθομιλουμένης γλώσσας της. Αλλά αυτό δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε προβλέψιμο. Και, όπως διασαφηνίζει η Gal, το να πει κανείς πως η αστικοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνική αλλαγή "προκαλεί" τη μετατόπιση, σημαίνει ότι παραβλέπει το κρίσιμο βήμα της κατανόησης του πώς ερμηνεύεται αυτή η αλλαγή από τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι επηρεάζει. Και το πιο σπουδαίο για την οπτική που θα αναπτύξουμε σε αυτό το βιβλίο είναι το εξής: το να επικαλούμαστε μακροκοινωνιολογικές αλλαγές ως "αιτία" της μετατόπισης σημαίνει ότι παρακάμπτουμε το βήμα εκείνο που εξηγεί πώς μια τέτοια αλλαγή έχει φτάσει να ερμηνεύεται με τρόπο τέτοιο που να επηρεάζει δραματικά την καθημερινή χρήση της γλώσσας μέσα σε μια κοινότητα. Εάν η έρευνα της γλωσσικής μετατόπισης τροποποιηθεί ώστε να περιλαμβάνει τέτοια βήματα, το ερώτημα που θα πρέπει τότε να απαντηθεί είναι το εξής: γιατί και πώς οι άνθρωποι φτάνουν να ερμηνεύουν τις ζωές τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εγκαταλείπουν μία από τις γλώσσες τους; Από αυτή τη σκοπιά, η μελέτη της γλωσσικής μετατόπισης γίνεται τόσο μελέτη των αντιλήψεων των ανθρώπων για τους εαυτούς τους σε σχέση με τους γύρω τους και με τον μεταβαλλόμενο κοινωνικό τους κόσμο όσο και του πώς αυτές οι αντιλήψεις κωδικοποιούνται από τη γλώσσα και μεταδίδονται μέσω αυτής.
Το αναλυτικό εργαλείο που χρησιμοποιείται περισσότερο για τη διασάφηση τέτοιου είδους σχέσεων είναι η έννοια της εθνότητας. Από αυτή την οπτική, η γλωσσική μετατόπιση είναι μια διαδικασία κατά την οποία μια καθομιλούμενη γλώσσα συνδέεται στενά με μια στιγματισμένη εθνική ταυτότητα. Όταν πια αυτή η σύνδεση γίνεται εξέχουσα, ανοίγει η δυνατότητα για τα μέλη της στιγματισμένης ομάδας να σηματοδοτήσουν την εγκατάλειψη της εθνικής τους ταυτότητας, παρατώντας τη μειονοτική τους γλώσσα για χάρη αυτής που μιλιέται από τις κυρίαρχες ομάδες. Αυτή η επιλογή φαίνεται να γίνεται ιδιαίτερα βιώσιμη και επιτυχής σε περιόδους κατά τις οποίες καθίσταται δυνατός ένας ορισμένος βαθμός κοινωνικής κινητικότητας […].